Δείτε τις 25 Καλύτερες Ταινίες Επιστημονικής Φαντασίας των τελευταίων 25 χρόνων!
Ο στιλίστας δημιουργός του «Ερωτικού Κτήνους» και μια ερμηνευτικά τολμηρή Σκάρλετ Γιόχανσον αφηγούνται μια μελαγχολική ιστορία ενηλικίωσης σαν ένα υποβλητικά σκηνοθετημένο, αλλά ψυχρό κι εγκεφαλικό sci fi θρίλερ.
Η Σκάρλετ Γιόχανσον, μελαχρινή αυτή τη φορά, υποδύεται ένα εξωγήινο πλάσμα, που φτάνει στη Γη παίρνοντας τη μορφή μιας γοητευτικής και αισθησιακής γυναίκας. Διασχίζει τους απέραντους αυτοκινητόδρομους της Σκωτίας, «ψαρεύει» ανυποψίαστους άνδρες, που κάνουν auto-stop, και τους μεταφέρει στον πλανήτη της, όπου το ανθρώπινο κρέας θεωρείται λιχουδιά! Όμως, πολύ γρήγορα αρχίζει να δένεται συναισθηματικά με τους γήινους, κάτι που θα την φέρει σε σύγκρουση με το είδος της. Λίγο road movie, λίγο επιστημονική φαντασία και λίγο… πραγματικότητα, μας δείχνει πως θα βλέπαμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια μιας εξωγήινης.
Εξωγήινη με εμφάνιση σαγηνευτικής γυναίκας (Scarlett Johansson) καταλήγει στην Σκωτία. Ταξιδεύοντας με ένα λευκό φορτηγάκι βάζει στο στόχαστρο περαστικούς. Αφού τους πείσει να επιβιβαστούν και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους με όπλο τη σεξουαλικότητά της, αυτή η μυστηριώδης μελαχρινή γυναίκα εξαφανίζει τους απογυμνωμένους άνδρες μέσα σε μια άμορφη μαύρη μάζα.
Στο δραματουργικά ελλειπτικό «Under the Skin» του ακριβοθώρητου Jonathan Glazer (μόλις τρεις ταινίες σε δεκαπέντε χρόνια) έχουμε, εν ολίγοις, ένα ζώο - υπό την έννοια ότι πρόκειται για πλάσμα που ενεργεί και κινείται αποκλειστικά με γνώμονα το ένστικτο - το οποίο σταδιακά εξοικειώνεται με τις πέντε αισθήσεις κι ανακαλύπτει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Ακριβώς επειδή η ηρωίδα είναι ένα κενό ερμάριο, ένας μη-χαρακτήρας, ο οποίος αποκτά στην πορεία στοιχεία που προσιδιάζουν σε ανθρώπινο χαρακτήρα, το κάστινγκ της Scarlet Johansson είναι νευραλγικό για την επιτυχία του φιλμ. Ο μαγνητισμός του σταρ έρχεται για να πληρώσει το κενό του χαρακτήρα και να προξενήσει το ενδιαφέρον - σε ένα σχετικό debate το «Under the Skin» θα ήταν ένα έκτακτο επιχείρημα για τον υποστηρικτή της χρησιμότητας του κινηματογραφικού σταρ και, σε δεύτερο επίπεδο, της ιδιότητας του σινεμά ως τέχνης (και) προσώπων.
Στο εγγύς μέλλον όσοι γεννιούνται έπειτα από παρέμβαση γενετιστών αποτελούν την ελίτ της κοινωνίας. Τα "παιδιά της αγάπης", όπως αποκαλούνται οι υπόλοιποι, ζουν στο περιθώριο. Από παραξενιά της τύχης, ένας νεαρός με προβλήματα υγείας παίρνει την ταυτότητα ενός σακατεμένου αθλητή και προσλαμβάνεται ως επιστήμονας στην εταιρεία Γκάτακα. Όμως, ο φόνος ενός καθηγητή θέτει σε κίνδυνο το μυστικό του.
Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι γονείς θα μπορούσαν να επιλέξουν τα χαρακτηριστικά των παιδιών τους ή ακόμη τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες με μία και μόνο απλή παρέμβαση στο DNA τους. Αυτόν το κόσμο μας παρουσιάζει η ταινία Gattaca που για πολλούς απεδείχθη προφητική μετά τα άλματα της επιστήμης στον τομέα της γενετικής τα τελευταία χρόνια. Σε έναν τέτοιο κόσμο οι “γενετικά τέλειοι” άνθρωποι κατέχουν όλες τις εξέχουσες θέσεις και έχουν πολύ περισσότερες ευκαιρίες, παραγκωνίζοντας τους “φυσιολογικούς” ανθρώπους που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό από το υπόλοιπο κοινωνικό τους σύνολο.
Ένας από αυτούς είναι και ο Βίνσεντ, ο οποίος έχει σαν όνειρο να ταξιδέψει στο διάστημα. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, αυτό θα πρέπει να γίνει μέλος της εταιρίας Gattaca, ενός οργανισμού που απαρτίζεται από τους “ξεχωριστούς” και “τέλειους” ανθρώπους και οργανώνει διαστημικές αποστολές. Ο Βίνσεντ, όμως, λόγω της μεγάλης του μυωπίας και ενός σοβαρού προβλήματος στη καρδιά του είναι αδύνατο να εισχωρήσει σε αυτόν τον οργανισμό. Τη λύση τότε προσφέρει ο Τζερόμ, ένα πρώην μέλος της “ανώτερης” τάξης ανθρώπων που είναι πλέον καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ο οποίος δέχεται να αλλάξει ταυτότητα με τον Βίνσεντ προκειμένου να τον βοηθήσει. Έτσι με η βοήθεια του ο Βίνσεντ εισχωρεί στην εταιρία κερδίζοντας συνεχώς έδαφος, έως ότου ένας φόνος απειλεί να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα.
Ο Άντριου Νίκολ πραγματεύεται το θέμα με πολύ προσοχή και εμβαθύνει στην κοινωνική ανισότητα και στον ρατσισμό που αναπτύσσονται, ενώ παράλληλα συνδυάζει και το πνεύμα της ταινίας με τις φοβίες των σημερινών ανθρώπων μπροστά στις συνέπειες που μπορεί να φέρει η απερίσκεπτη παρέμβαση στους κανόνες της φύσης. Η ταινία κάνει επίσης και έναν υπαινιγμό στην εξέλιξη της τεχνολογίας και την επέμβαση της με σκοπό να απαλείψει κάθε ψεγάδι ή ελάττωμα κάνοντας το καθετί τέλειο, δημιουργώντας, όμως, ταυτόχρονα μια εικόνα, μια εντύπωση του απόκοσμου, του λιγότερου ανθρώπινου.
Σε αυτή την μελλοντική σύνθεση ο σκηνοθέτης δίνει και μια νότα του παρελθόντος. Έτσι έχουμε έντονη την παρουσία στην ταινία στοιχείων της δεκαετίας του 40, κυρίως στον ενδυματολογικό χώρό, αλλά επίσης και στην εξέλιξη της πλοκής που θυμίζει νουάρ. Η ταινία είναι αρκετά καλή από σκηνοθετικής απόψεως, υστερεί, όμως, στο σενάριο, όπου ξετυλίγει με εξυπνάδα, αλλά πολύ βιαστικά την πλοκή της. Αυτό το σφάλμα δεν μπορεί, δυστυχώς, να καλύψει ούτε η εξαιρετική ηθοποιία των νέων και ταλαντούχων πρωταγωνιστών, ούτε και ο σκηνικός διάκοσμος που στηρίζει μια μελλοντική πολιτεία η οποία δεν μοιάζει πέρα για πέρα μακρινή.
Η ταινία δεν απέσπασε καλές κριτικές -σε ορισμένες μάλιστα χώρες κυκλοφόρησε απευθείας σε φορμά για οικιακή κατανάλωση. Ωστόσο η μέτρια πορεία της στα ταμεία δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για ένα συναρπαστικό φουτουριστικό φιλμ νουάρ, με ρετρό αισθητική, γοητευτικούς χαρακτήρες, υπέροχα πλάνα και όμορφες μουσικές από τον Μάικλ Νάιμαν ("Μαθήματα Πιάνου").
Η Ειδική Έκδοση προέρχεται από την κόπια που χρησιμοποιήθηκε για το αντίστοιχο Blu-ray. Τα πλάνα λάμπουν. Η διαύγεια βρίσκεται σε κορυφαία επίπεδα. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία αποδίδεται αυτούσια και η εξακάναλη μπάντα δημιουργεί ένα ρεαλιστικό ηχητικό περιβάλλον. Τα έξτρα (χωρίς ελληνικά) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, δυο ενότητες με παρασκήνιο από τα γυρίσματα και ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την αποκωδικοποίηση και τις επεμβάσεις στο DNA, με παρουσιαστή τον Γκορ Βιντάλ.
Να πιω στο ποτήρι κάθε σκηνή αυτής της απόλυτης ταινίας φαντασίας που ακούει στο όνομα Γκάταγκα. Γιατί η απόλυτη ταινία φαντασίας; Είναι το παρόν ηλίθιε!! Στηριζόμενη στα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου φτιάχνει ένα μελλοντικό που δε μας φαίνεται ούτε ξένος ούτε μη οικείος αλλά σίγουρα άκρως εφιαλτικός. Τι έχουμε λοιπόν στον κόσμο που ζούμε;
Έχουμε κοινωνική και κάθε είδους ανισότητα όποιος γεννηθεί από πλούσιους γονείς έχει όλες τις πιθανότητες να πετύχει κάτι από φτωχούς δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Αλλά έχουμε και ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Που μπορεί να οδηγήσει όλο αυτό; Μα φυσικά στον εφιαλτικό κόσμο του Γκάταγκα: Εκεί ο ρατσισμός έχει γίνει μια καθαρά επιστημονική υπόθεση. Αν γεννηθείς με φυσικό τρόπο και χωρίς ισχυρά γονίδια τότε απορρίπτεσαι από τα τεστ και δεν μπορείς να επιβιώσεις στην ελεύθερη αγορά των εταιριών όπως αν έχεις καλά γονίδια ενώ άμα έχεις πολύ καλά γονίδια μπορεί να προσληφθείς και στην αστυνομία και στο κέντρο της Γκάταγκα, εκεί που ελέγχονται οι πτήσεις προς διάστημα. Οι φτωχοί δε μπορούν πλέον ούτε να επαναστατήσουν ούτε να λουφάρουν ούτε και να ελπίζουν σε κάποια αλλαγή του συστήματος όπως έγινε με τη σκλαβιά των μαύρων παλιότερα γιατί τα δεδομένα μιλάνε από μόνα τους: έχουν χειρότερο DNA.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όπου κάθε σκέψη για έρωτα και για αλλαγές είναι ανύπαρκτη ξεδιπλώνεται το μαγευτικό σενάριο του Άντριου Νικόλ και η ιστορία του Βίνσεντ Φρίμαν (Έθαν Χοκ ) που πάει κόντρα σε όλα. Γιατί από μικρός ο Φρίμαν( καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος) ποτέ δεν αποδέχτηκε εντελώς την ανωτερότητα του γενετικά υπερέχοντος αδερφού του και ας έδειξαν οι εξετάσεις πως θα πεθάνει στα 32 και ας τον νικούσε συνέχεια. Αντίθετα ο Βίνσεντ ονειρευόταν ταξίδια στο διάστημα και άλλα τέτοια για αυτό και έστησε μια κομπίνα με έναν «τέλειο» αθλητή (Τζουντ Λο) που είχε μείνει όμως ανάπηρος και που του έδινε σταδιακά το DNA του για να μπει στο κέντρο εκτοξεύσεων κα μαζί να τα οικονομήσουν.
Θα αρχίσουμε λέγοντας ότι η εν λόγω ταινία, Primer, είναι το δημιούργημα του, μαθηματικού στο επάγγελμα, κυρίου Shane Carruth! Σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, πρωτότυπη μουσική, φωτογραφία και πρωταγωνιστής, λοιπόν, σ`αυτήν την εγκεφαλική ταινία που διαρκεί μόλις 78 λεπτά! Μιλάμε για μια ταινία που κόστισε μόνο $7.000 αλλά είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να μην διακρίνεται η «φτήνια» της. Μια ταινία που θα χρειαστεί περισσότερες από μία θεάσεις για να την κατανοήσουμε πλήρως. Μια ταινία, την οποία είτε θα αγαπήσεις είτε θα μισήσεις. Έτσι απλά.
Το στόρι θέλει δύο μηχανικούς να δουλεύουν πάνω σε μια περίεργη κατασκευή, η οποία κατά λάθος τους δίνει τη δυνατότητα να μετακινούνται στο χρόνο. Τι πρωτότυπο, θα πείτε. Η επιτυχία της ταινίας βέβαια έγκειται και στο γεγονός ότι χρησιμοποιεί συνέχεια επιστημονική ορολογία, σε βαθμό να μην μπορείς να ακολουθήσεις τις συζητήσεις, αλλά έχει ως αποτέλεσμα να κερδίσει την απόλυτη αφοσίωσή σου. Επειδή όμως μόνο το αποτέλεσμα μετράει, αυτό βλέπεις από ένα σημείο και μετά, το αποτέλεσμα και τις συνέπειες. Προς το τέλος, όμως αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα και το σίγουρο είναι ότι δεν θα καταλάβεις και πολλά από την πρώτη θέαση. Μάλλον θα χρειαστούν περισσότερες επαναπροβολές, καθαρό μυαλό και μολύβι και χαρτί για σημειώσεις! Εν τέλει, τέτοιες ταινίες γουστάρουμε να βλέπουμε, άγνωστες και δυσνόητες!
Σπάνια και δύσκολα κάποια ταινία, ασχέτως από το πόσο θα σ' αρέσει, καταφέρνει να σε κάνει να εντυπωσιαστείς με την πρωτοτυπία και την αυθεντικότητά της, προσφέροντας κάτι ανεξερεύνητα καινούργιο σε μία εποχή που τα μεγάλα studio αναμοχλεύουν συνεχώς τις ίδιες θεματικές ενότητες. Ακόμα πιο δύσκολα μια ταινία προσφέρεται για αρκετές επαναληπτικές προβολές, και είναι φτιαγμένη για να τις απαιτεί και να τις προκαλεί συγχρόνως.
Το Primer δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά αναμφισβήτητα ανήκει στην παραπάνω κατηγορία. Γνώμη μου είναι ότι όσο λιγότερα ξέρεις για την υπόθεση της ταινίας, τόσο το καλύτερο. Δώσε βάση στις σκηνές όμως, γιατί μπορεί να μην είναι κομματιασμένη χρονικά με σκοπό να μπερδεύει, αλλά παίζει σε πολλαπλούς χρονικούς άξονες με στόχο να σε ιντριγκάρει.
Το εκπληκτικότερο όλων με αυτήν την ταινία, είναι ότι καταφέρνει σε κάθε τομέα, να προσφέρει κάτι εντυπωσιακό. Το σενάριο κρατάει την ταινία σε διαρκή κίνηση, χωρίς να καταλήγει με σκηνές που θα μπορούσαν να παραληφθούν. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικά προσγειωμένες, και το στήσιμο της πλοκής μέσα σε γκαράζ-εργαστήρια και αποθήκες-χρονοντούλαπα, δεν επιτρέπει σε καμία στιγμή την εντύπωση της φτηνής παραγωγής, κι ας χρειάστηκαν μόλις 7.000 δολάρια για να υλοποιηθεί. Το μοντάζ και η σκηνοθεσία διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ, επιτρέποντας στο αμείωτο ενδιαφέρον που προκαλεί η εξέλιξη της ταινίας να κλέψει άνετα την παράσταση.
Η ευφυής Δρ Ράιαν Στόουν βρίσκεται στην πρώτη της διαστημική αποστολή μαζί με τον βετεράνο αστροναύτη Ματ Κοβάλσκι, που διοικεί την έσχατη του πριν συνταξιοδοτηθεί.
Αλλά σε μια προσγείωση ρουτίνας, έρχεται η καταστροφή. Το σκάφος διαλύεται και οι δυο τους μένουν ολομόναχοι, με τίποτα παρά τον έναν για τον άλλο, μέσα στο σκοτάδι. Η απόλυτη σιωπή τους λέει πως έχουν χάσει κάθε επαφή με τη Γη, μαζί και κάθε ελπίδα για διάσωση.
Πετυχαίνοντας αυτό που για χρόνια προσπάθησαν πολλοί με αποτυχημένα αποτελέσματα, ο Αλφόνσο Κουαρόν γύρισε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας σε 3D, που είναι ταυτόχρονα ένα ήδη «κλασικό» φιλμ και μια ταινία για μαζική κατανάλωση - και για πολλούς και το φιλμ που θα σώσει τη χαμένη τιμή της ασταθούς τρισδιάστατης επανάστασης. Και επιπλέον, είναι αδύνατον να μην το παραδεχτείς αφού έχεις έρθει αντιμέτωπος μαζί του, μια εμπειρία από αυτές που το σινεμά στην αίθουσα έχει πάψει προ πολλού να προσφέρει.
Η επίδοση του «Gravity» στο αμερικανικό box - office, εκτός από τα χαμόγελα που φόρεσε στα στόματα των executives για το μέλλον του σινεμά, αναστάτωσε ωστόσο την ίδια στιγμή και την προ-οσκαρική κούρσα που μέχρι σήμερα έδινε στην ταινία του Κουαρόν τα φαβορί των τεχνικών βραβείων, αλλά τώρα αναγκάζεται να κρατήσει από μια θέση στις μεγάλες κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων της καλύτερης ταινίας, της σκηνοθεσίας και φυσικά του Α' Γυναικείου Ρόλου στη Σάντρα Μπούλοκ για την ερμηνεία που έπρεπε να είχε κερδίσει το Όσκαρ.
Και όλα αυτά για μια ταινία που μοιάζει με ένα δράμα δωματίου, αποτελεί το προσωπικό όραμα ενός σπουδαίου auteur και παίζει με τους δικούς του (υπέροχους) όρους το παιχνίδι του mainstream. Ακριβώς δηλαδή όπως θα έπρεπε να είναι το σπουδαίο αμερικάνικο σινεμά των ημερών μας.
Στο απώτερο μέλλον, τα ρομπότ έχουν εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό που αποτελούν μια άβουλη μειοψηφία. Ο Ντέιβιντ είναι η τελευταία λέξη στην εν λόγω τεχνολογία και έχει προγραμματιστεί ώστε να ανταποκρίνεται μηχανικά στην έννοια της αγάπης, όντας ρομπότ-παιδί.
Η οικογένεια, όμως, που θα τον «υιοθετήσει», θα τον θεωρήσει δυσλειτουργικό κι όταν μάλιστα θα προστεθεί η επιστροφή του αληθινού γιου, θα αποφασίσει να τον ξαμολήσει στον έξω κόσμο. Ο Ντέιβιντ, πλέον, έχοντας παρέα ένα ρομπότ-ζιγκολό, θα ξεκινήσει ένα ταξίδι δύσκολο και δύσβατο με απώτερο σκοπό να βρει τη νεράιδα του παραμυθιού του Πινόκιο, ώστε να της ζητήσει να γίνει αληθινό παιδί, διεκδικώντας πίσω τη μητέρα που έχασε.
Ποια η υποχρέωση του ανθρώπου απέναντι σε τόσο εξελιγμένα ανθρωποειδή είναι το πρόβλημα που τίθεται στην αρχή της ταινίας, δυστυχώς όμως όχι επιτυχώς. Ένας λόγος είναι πως το συγκεκριμένο πρόβλημα παραμένει εξαιρετικά μακρινό για να απασχολήσει τον θεατή.
Δεύτερον δεν ξέρουμε αν τα ανθρωποειδή αυτά όντως αισθάνονται αληθινή αγάπη (η έντονη-αιωνία αγάπη του David δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρξει, γιατί καταλήγει ρουτίνα και άρα σε ξεπεσμό της αγάπης), η απλώς θεωρούν υποχρέωσή τους να αγαπούν, γιατί ετσι προγραμματίστηκαν. Όπως και να έχει, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Τα ανθρωποειδή κατασκευάστηκαν και από τη στιγμή και μόνο που κατασκευάστηκαν είναι άψυχα και ετσι παραμένουν αντικείμενα. Δεν γίνεται να αγαπήσω ένα αντικείμενο (δεν μπορώ να μου το επιτρέψω αυτό), με τον ίδιο τρόπο που αγαπώ κάτι έμψυχο.
Η σκηνοθεσία είναι τυπική, άλλα όχι απαραίτητα καλή. Πρώτα από όλα η ταινία είναι αργή και μεγάλη. Τα σκηνικά στο σπίτι της οικογένειας, όπως διάβασα κάπου, είναι ψυχρά για να τονιστεί η ψυχολογία των γονιών. Αυτό είναι όντως ψαγμένο, αλλά δεν θα συγχωρήσω τις «δημαγωγικές» τάσεις του σκηνοθέτη. Πρόκειται για τη σκηνή που το κοριτσάκι κρατώντας τον Teddy βρίσκει τον ήρωα μέσα στο κλουβί. Εκεί ο σκηνοθέτης επιμένει στο λυπημένο βλέμμα του μικρού κοριτσιού για να προκαλέσει ένταση. Ξέρει πόση δύναμη έχει το βλέμμα ενός μικρού παιδιού σε αυτόν που το παρακολουθεί και ξέρει πως είναι σχεδόν απίθανο να μην συγκινηθεί. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον αντιπαθώ, γιατί στηρίζεται στις αδυναμίες μου, για να με αναγκάσει να νιώσω συμπόνια. Μέσα στα άλλα, τα κιτς σκηνικά στην περίπτωση του κυνηγητού, που θυμίζουν λίγο δεκαετία του 80, απλώς δεν κολλάνε.
Κάτι τελευταίο. Τα ρομπότ στην ταινία ονομάζονται Mecha (προφανώς από το MECHAnical), παρόλα αυτά ο ορισμός που συνήθως χρησιμοποιείται σήμερα για την έννοια αυτή είναι απλώς Mech, ετσι μήπως ο τίτλος αυτός συνδέεται συνειρμικά με την Μέκκα, δηλαδή τον τελικό σκοπό του ανθρώπου και όλου του ανθρωπίνου γένους γενικότερα;
Κοντεύουν 30 χρόνια από τότε που οι πρώτοι εξωγήινοι έφτασαν στη γη: δεν έμοιαζαν εχθρικοί, δεν έφεραν μαζί τους εντυπωσιακά τεχνολογικά επιτεύγματα, στην πραγματικότητα ήταν εξωγήινοι-μετανάστες από τον πλανήτη τους. Και καθώς τα έθνη διαπραγματεύονταν για το πώς έπρεπε να τους χειριστούν, αποφασίστηκε να τους εγκαταστήσουν στη Νότια Αφρική, στην περιοχή District 9. Σήμερα, την ευθύνη των εξωγήινων έχει η MNU (Multi-National United), μια εταιρεία ιδιωτικών συμφερόντων που θα αποκομίσει τεράστια κέρδη αν καταφέρει να χρησιμοποιήσει τα πανίσχυρα όπλα τους, τα οποία όμως προϋποθέτουν εξωγήινο DNA για να μπουν σε λειτουργία. Όταν ο Βίκους βαν ντερ Μέρβε (Σάρλτο Κόπλεϊ), ένας υπάλληλος της MNU, προσβληθεί από έναν εξωγήινο ιό που αλλάζει το DNA του, γίνεται ο άνθρωπος-κλειδί για την εξερεύνηση της εξωγήινης τεχνολογίας. Και ενώ όλοι τον καταδιώκουν, δεν του μένει άλλη επιλογή: πρέπει να κρυφτεί στο District 9.
Διαστημόπλοιο, λόγω τεχνικών προβλημάτων, καθηλώνεται πάνω από τον ουρανό του Γιοχάνεσμπουργκ. Εξωγήινοι-μετανάστες (this is the clue), δίχως επιθετική συμπεριφορά, τοποθετούνται από τις κυβερνούσες αρχές σε μια απομονωμένη και περιφρουρημένη περιοχή της πόλης, το λεγόμενο District 9, ζώντας σε εξαθλιωτικές συνθήκες. Έπειτα από 20 χρόνια παρουσίας, οι ίδιες κυβερνήσεις θα αποφασίσουν μια "ανακατάταξη" και μεταφορά στο Distrinct 10. Το project ανήκει στο MNU (σας θυμίζει ΟΗΕ;) και όλα βαίνουν καλώς μέχρι που ο άξεστος και αποκρουστικός (λέγε με δημοσιογράφο) Wikus Van De Merwe (ο ανερχόμενος Sharlto Copley) ήρθε σε επαφή μ`ένα εξωγήινο υγρό.
Φαίνεται ότι ο κινηματογράφος των '00s έχει κάνει μεγάλα βήματα εξέλιξης από τα '90s: από την αφέλεια του 'Φυγά' («The Fugitive») του Harisson Ford και την απλοποιητική blockbusterια του «Independence Day» περάσαμε στον σκληρό ρεαλισμό του «District 9» - ευτυχώς. Στο σύμπαν του «District 9» οι εξωγήινοι δεν έχουν επεκτατικές τάσεις, παρά μόνο ανθρώπινες ανάγκες: θέλουν να γυρίσουν σπίτι τους... έστω και χωρίς τηλεφώνημα και να μας αφήσουν ήσυχους. Το στρατόπεδο που τους κλείνουν αποτελεί εφαλτήριο της δικής τους decadence, όπου εξαθλιωμένοι και φτωχοί αναζητούν καθημερινά στα σκουπίδια τροφή για να ζήσουν (δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία εξελίσσεται στην Ν. Αφρική και όχι στη Δανία φερ' ειπείν), ενώ παράλληλα οι άνθρωποι τους εκμεταλλεύονται όσο μπορούν. Η ειρωνεία είναι ότι ο άνθρωπος ο οποίος ανέλαβε να τους κάνει έξωση - για να τους απομονώσει και άλλο από την ανθρώπινη κοινωνία - κολλάει εξωγήινο ιό που τον μεταλλάσσει σε έναν από αυτούς! Στη συνέχεια αρχίζει ένα άνευ προηγουμένου κυνηγητό, όπου οι άνθρωποι κυνηγούν τον Wikus για να τον εκμεταλλευτούν και εκείνος τους εξωγήινους για να σώσει τον εαυτό του. Είναι όμως τα πράγματα αναστρέψιμα;
Οι ηθοποιοί μιας εξαιρετικά επιτυχημένης διαστημικής σειράς Sci-Fi στην τηλεόραση έρχονται πράγματι σε επαφή με εξωγήινους, σε ένα συνέδριο προς τιμήν της σειράς.
Διασκεδαστικότατη περιπέτεια φαντασίας με κωμικό και παρωδιακό προσανατολισμό, το cast της οποίας αποτελείται μεταξύ άλλων από τον Tim Allen, την Sigourney Weaver και τον Alan Rickman. Οι προαναφερθέντες υποδύονται τους ηθοποιούς μιας εξαιρετικά επιτυχημένης διαστημικής σειράς Sci-Fi στην τηλεόραση, όταν σε ένα συνέδριο προς τιμήν της σειράς έρχονται πράγματι σε επαφή με εξωγήινους. Η τρέλα δεν είναι αυτή, το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η ιστορία που πρόκειται να εξελιχθεί είναι παρμένη από τα ίδια τα επεισόδια της σειράς. Η ταινία αντιμετωπίζει με χιούμορ την τρέλα πολλών νεαρών για τους εξωγήινους, τις φιλοδοξίες και τις έχθρες των ηθοποιών, αλλά και τις ανθρώπινες αξίες (λέμε τώρα).
Oh Yeah! Για την Sigourney Weaver, που συνηθισμένη καθώς είναι σε ταινίες του είδους από το Alien, είναι πραγματικά απολαυστική στον ρόλο της ξανθιάς γλάστρας. Πολύ κατάλληλος και ο Alan Rickman, το στυλ του οποίου –λιγομίλητος, καταστροφολόγος, εκτός τόπου και χρόνου- εκφράζεται συμπαθέστατα μέσα από την φωνή του. Αν δεν την δείτε σοβαρά, γέλιο βγάζουν και όλοι οι εξωγήινοι, που είναι πραγματικά βλαμμένοι!
Δεν έχετε ξαναδεί τίποτα παρόμοιο με το "Sunshine", την εκπληκτική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας από τον ανατρεπτικό σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ. Βρισκόμαστε στο έτος 2057. Ο Ήλιος πεθαίνει και μαζί του πεθαίνει και η ανθρώπινη ζωή. Μοναδική και τελευταία ελπίδα αποτελεί ένα πλήρωμα οκτώ ανδρών και γυναικών. Η ομάδα ταξιδεύει στον ήλιο έχοντας μαζί της ένα μηχάνημα που θα εμφυσήσει και πάλι ζωή στον εξασθενημένο αστέρα. Στα βάθη του διαστήματος και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τη Γη, με την αποστολή να εξελίσσεται, οι ήρωες θα πρέπει να παλέψουν όχι μόνο για τη ζωή τους, αλλά και για το μέλλον της Γης.
Με απρόβλεπτες ανατροπές και ένα εκρηκτικό εναλλακτικό φινάλε, το "Sunshine" αποτελεί μισ εξωπραγματική κινηματογραφική εμπειρία που θα σας ταξιδέψει με ταχύτητα φωτός!
Ατμοσφαιρικό και μετριοπαθές δείγμα επιστημονικής φαντασίας χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού. Ωστόσο το κέντρο βάρους της ταινίας είναι λάθος τοποθετημένο, καθώς δεν εμβαθύνει στην αρχική του παραδοχή ότι «το Κακό είμαστε εμείς».
Turn On The Lights - Ο ήλιος, το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος, αργοσβήνει και μαζί του παρασύρει οποιαδήποτε μορφή ζωής. Τελευταία ελπίδα αναζωογόνησης του, η αποστολή του διαστημοπλοίου Ίκαρος ΙΙ, που συνοδεύει μια συσκευή που θα τον θέσει και πάλι σε λειτουργία, λίγο πριν παγώσει ολοκληρωτικά η επιφάνεια της γης. Στο απομακρυσμένο διάστημα και δίχως καμία πλέον δυνατότητα επικοινωνίας με το κέντρο ελέγχου, οι οκτώ αστροναύτες, θα εντοπίσουν σήμα από την πρώτη αποτυχημένη αποστολή, γεγονός που θα τους θέσει το δίλημμα, για το αν πρέπει να φτάσουν στον ήλιο ολοκληρώνοντας το καθήκον τους ή να προσεγγίσουν τους εδώ και επτά χρόνια χαμένους συντρόφους τους.
Ουάσινγκτον, 2054. Η Διεύθυνση Πρόληψης Εγκλήματος βιώνει τις πιο αποτελεσματικές της μέρες χάρη στους τρεις Προγνώστες, ανθρώπινα όντα με μεταφυσικές ψυχικές ικανότητες τα οποία, μέσα σε ένα περιβάλλον μητρικής διαβίωσης, οραματίζονται τους φόνους πριν καν συμβούν. Το πιο σημαντικό σώμα κατά της εγκληματικότητας έχει ως επικεφαλής τον αστυνόμο Τζον Άντερτον, ο οποίος έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην τελειοποίηση και γενικευμένη χρήση της αλάνθαστης μεθόδου. Είναι όμως τόσο τέλειο το σύστημα που να μην επιδέχεται αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του; Όταν οι Προγνώστες θα προβλέψουν ότι ο ίδιος ο Αντερτον θα σκοτώσει σε λιγότερο από 36 ώρες έναν άγνωστό του άνδρα, ο άνθρωπος που στήριξε με απόλυτη πεποίθηση επί έξι χρόνια το πιο ολοκληρωμένο σύστημα εξάλειψης του εγκλήματος γίνεται ο Νο1 ύποπτος και καταζητούμενος. Εφιαλτικά μόνος, πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του μέσα σε μια κοινωνία οργουελικής παρακολούθησης και να βρει τις ρίζες του παράλογου μέλλοντος που του επιφυλάσσεται.
Ο αγαπημένος παραμυθάς του Hollywood αφηγείται μια σκοτεινή ιστορία, για μια κοινωνία όπου ο δράστης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται πριν διαπράξει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Όμως από τη στιγμή που υπάρχει η πρόβλεψη του συστήματος, μπορεί να υπάρξει δυνατότητα επιλογής ή το μέλλον είναι εξ αρχής προδιαγεγραμμένο; Σε μια τέτοια περίπτωση όποιος χαρακτηρίζεται ως δολοφόνος, πρέπει αναντίρρητα να αποδεχθεί τη μοίρα του, χωρίς να μπορεί να αλλάξει όσα πρόκειται να συμβούν. Και ακόμα μπορεί μια κλιμάκωση τυχαίων περιστατικών και γεγονότων να οδηγήσει στην δολοφονία ενός άγνωστου προσώπου; Ο Spielberg δημιουργεί ένα σύμπαν μέσα στο οποίο ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από το άγρυπνο βλέμμα της ασφάλειας, που μπορεί να εισβάλλει από κάθε (α)πιθανό σημείο. Στα μέρη που πηγαίνει ο Anderton, προκειμένου να ξεφύγει από τους διώκτες του και να διαπιστώσει αν η πρόβλεψη είναι αληθινή, κυριαρχούν οι σκούροι χρωματισμοί, αποχρώσεις του γκρίζου και του μπλε, που δημιουργούν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και υποβάλλουν στο θεατή τα συναισθήματα αγωνίας και φόβου που νιώθει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στην αναπαράσταση ενός τεχνολογικά προηγμένου κόσμου. Σκηνές όπως αυτή όπου τα μεταλλικά με μορφή σπερματοζωαρίου μηχανήματα διεισδύον σε όλα τα μέρη μιας πολυκατοικίας προκειμένου να κάνουν scanning στα μάτια των ενοίκων, είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές. Το τέλος χωρίς να απογοητεύει, θα μπορούσε να ήταν πιο σκοτεινό και ίσως περισσότερο πεσιμιστικό, ενώ ο σκηνοθέτης και σε αυτή του την ταινία δεν παραλείπει να ασχοληθεί με θέματα - εμμονές του όπως εκείνο της οικογένειας. Αυτήν την χρονιά, όλοι τρέχουν (να δουν την ταινία).
Μια από τις πλέον αναμενόμενες ταινίeς της χρονιάς (2002), το Minority Report του Steven Spielberg (και όχι του Tom Cruise, οσο και αν μερικοί θα ήθελαν να το πιστεύουν) είναι ενα μελλοντολογικο θρίλερ που φλερτάρει με τα genre της sci-fi περιπέτειας και του μοντέρνου film-noir.
Μια ομάδα διαστημικών παράνομων και μισθοφόρων διεκδικεί μια πολύτιμη μεταλλική σφαίρα, αγνοώντας ότι κρύβει ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Κυνηγημένοι απ’ όλους, συμμαχούν με βαριά καρδιά, αποφασισμένοι να μην την αφήσουν να πέσει στα χέρια του πανίσχυρου και σατανικού Ρόναν.
Επιτυχημένος συνδυασμός φαντασμαγορικής διαστημικής περιπέτειας και χαλαρής παρωδίας, με γερές δόσεις χιούμορ, σαρκαστικές αναφορές στην ποπ κουλτούρα και μια απολαυστική ομάδα πρωταγωνιστικών χαρακτήρων. Συν-σεναριογράφος και σκηνοθέτης, ο Τζέιμς Γκαν («Slither») ενορχηστρώνει όλο αυτό το φαντασμαγορικό χαβαλέ με γούστο και b movie απενοχοποίηση, με πραγματικό πάθος και (την απαραίτητη) κόμικς αφέλεια.
Ο James Gunn του μπι-μουβίστικου «Slither» και της σουπερηρωικής (μαύρης) κωμωδίας «Super» αναλαμβάνει την κινηματογραφική μεταφορά ενός άγνωστου κόμικ της Marvel και φαντάζει ιδανική επιλογή για το εγχείρημα. Το χιούμορ και η τρέλα του Gunn ταιριάζουν τέλεια στη Marvelική συνταγή και, στο «Guardians of the galaxy», προσφέρουν πράγματι μία από τις πιο γνήσια fun στιγμές της σουπερηρωικής φιλμογραφίας της εταιρίας. Όπως πάντα βέβαια, κάπου ανάμεσα στο σκηνοθετικό όραμα και στην ταινία που θα δείτε στα μούλτιπλεξ, μεσολαβούν τα αυστηρά καλλιτεχνικά όρια των χολιγουντιανών στούντιο…
Το καλό είναι ότι, όπως είχαν υποσχεθεί, οι «Φύλακες του γαλαξία» προσφέρουν χιούμορ σε αξιοσημείωτα μεγάλες ποσότητες και μάλιστα αισθητά πιο ώριμο κι εμπνευσμένο από τα σίγουρα αστειάκια που περιμένει κανείς από τις περισσότερες ταινίες του είδους. Κι όμως, το μεγάλο ατού της νέας ταινίας της Marvel δε βρίσκεται εκεί, αλλά στην πεντάδα των βασικών χαρακτήρων της. Είναι πέντε αντιήρωες ετερόκλητοι, αλλά κινηματογραφικά εντυπωσιακά ταιριαστοί, η απολαυστική αλληλεπίδραση των οποίων διαθέτει μια ζωντάνια που με τη σειρά της εμφυσά ζωή και στην ταινία. Αναμενόμενα, το ομιλούν (με τη φωνή του Bradley Cooper) ρακούν Rocket κλέβει την παράσταση, αλλά, απροσδόκητα, εξαιρετικά ενδιαφέρων και ερμηνευτικά αποτελεσματικός αποδεικνύεται κι ο χαρακτήρας του παλαιστή Dave Bautista, του οποίου η αγριάδα συνυπάρχει με μια ξεκαρδιστική αφέλεια και μια αξιαγάπητη αγαθότητα.
Σε ένα κακόφημο οικοδομικό τετράγωνο του Νότιου Λονδίνου, η συμμορία των σκληρών παιδιών της γειτονιάς ληστεύει τη Σαμ καθώς αυτή γυρίζει σπίτι της. Ξαφνικά, ένα μικρό εξωγήινο πλάσμα πέφτει από τον ουρανό, επιτίθεται στο μπουλούκι και η Σαμ το βάζει στα πόδια. Καθώς η αστυνομία κυνηγά τους πιτσιρικάδες, ένα δεύτερο κύμα εξωγήινων κάνει την εμφάνισή του, αλλά αυτή τη φορά, η συμμορία αποφασίζει να απαντήσει. Αρπάζουν όπλα, καβαλάνε ποδήλατα και ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το έδαφός τους. Η κινηματογραφική παράδοση των «Goonies» και των «Gremlins» εμπλουτίζεται με ασταμάτητη δράση, σασπένς που κόβει την ανάσα και σκηνές ασυγκράτητου γέλιου στο ώριμο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Τζο Κόρνις. Το μεταμοντέρνο sci-fi θρίλερ που έρχεται από τη Βρετανία και κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο μεταμεσονύκτιο τμήμα του Φεστιβάλ SXSW.
Το Attack the Block ήταν το outsider στην υπερπλήρη σεζόν από ταινίες εισβολής εξωγήινων αυτό το καλοκαίρι και φυσικά δεν συναγωνίστηκε ιδιαίτερα στο αμερικάνικο box office.
Αρχικά είχαμε παιδιά που τα κατάφεραν περίφημα ενάντια σε μεγάλα κακά aliens στο Super 8.
Αργότερα ήρθαν καουμπόυδες που έπιαναν με το λάσο τους ιπτάμενους σιδερένιους εξωγήινους στο Cowboys & Aliens.
Και πίσω από όλα αυτά έρχεται το Attack the Block του Joe Cornish.
Χωρίς κανένα γνωστό όνομα στα credits (πέρα από τον Nick Frost του Paul σε ένα μικρό ρόλο), γυρισμένο με ένα πολύ μικρό budget και με κύριους ήρωες μια ανήλικη συμμορία παιδιών που μιλούν μια βαριά Βρετανική γλώσσα που, είμαι σίγουρος ότι θα χρειαστούν λεξικό ακόμα και οι αγγλόφωνοι Αμερικανοί.
Το αποτέλεσμα;
Μακάρι όλες οι alien invasion ταινίες να ήταν τόσο διασκεδαστικές όσο το Attack the Block!
Μια συμμορία ανηλίκων Βρετανών γίνονται μάρτυρες της πτώσης ενός εξωγήινου πλάσματος στην οροφή ενός αυτοκινήτου, τη στιγμή που οι ίδιοι ληστεύουν μια κοπέλα (Jodie Whitaker, One Day).
Τα παιδιά κυνηγούν και σκοτώνουν το πλάσμα χωρίς ιδιαίτερο λόγο και το περιφέρουν στη γειτονιά για να τους δουν όλοι, μέχρι που το κρύβουν σε ένα δωμάτιο...γεμάτο μαριχουάνα ("...the safest room in the block").
Αργότερα όμως, πολλά τέτοια πλάσματα θα πέσουν από τον ουρανό και είναι 3 φορές μεγαλύτερα και 3 φορές πιο θανατηφόρα.
Για κάποιο λόγο μάλιστα, φαίνονται να έλκονται από το block (οικοδομικό τετράγωνο αν και στη ταινία η λέξη block αναφέρεται ειδικότερα στην πολυκατοικία) που μένουν τα παιδιά.
Όσο ανεβαίνει ο αριθμός των θυμάτων, τα παιδιά παίρνουν ότι 'όπλα' μπορούν να βρουν από τα σπίτια τους και προσπαθούν να σώσουν τους εαυτούς τους αλλά και το block.
Το σενάριο του φιλμ θέλει μια παρέα πέντε κολλητών να συγκεντρώνεται ξανά, μετά από μια εικοσαετία μηδαμινής επικοινωνίας, με στόχο την ολοκλήρωση μιας θρυλικής… μπαρότσαρκας σε δώδεκα pubs (!), η οποία δεν επιτεύχθηκε στην εφηβεία τους (επειδή έγιναν κουρούμπελο…). Δυστυχώς, και αυτή η απόπειρα θα έχει κάποια ανεξέλεγκτα εμπόδια… από άλλο πλανήτη, όμως!
Η αποκάλυψη αυτής της… φανταστικής ανατροπής γίνεται αρκετά απότομα (χωρίς να έχει δουλέψει το σασπένς) και λίγο νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε, έχοντας μάλιστα αναλώσει τον περισσότερο χρόνο τού πρώτου μισού τού «The World’s End» σε διαπροσωπικές λεπτομέρειες γύρω από το παρελθόν των ηρώων, οι οποίες πλατειάζουν ή κάπου επαναλαμβάνονται. Και δεν έχουν καν τόση πλάκα! Με το που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η μικρή πόλη θυμίζει το μυστικό του… «Invasion of the Body Snatchers» και με το αλκοόλ να ρέει όλο και περισσότερο, η ταινία ξεφεύγει προς το σουρεάλ και λειτουργεί καλύτερα, έχοντας την υποστήριξη μιας απίστευτης συλλογής από επιτυχίες της Brit σκηνής των τελών της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90, οι οποίες, ενίοτε, καταφέρνουν να σχολιάζουν και τη δράση του φιλμ (με αποκορύφωμα το… στιχουργικό κλου από το «Left to My Own Devices» των Pet Shop Boys!). Οι freaks της pop κουλτούρας θα κάνουν party και η σκηνή στο club, υπό τους ήχους του «Step Back in Time» της Κάιλι Μινόγκ, γράφει ιστορία.
Σαραντάρης με καρδιά εφήβου, αρνούμενος να δεχτεί τις συμβάσεις που επιτάσσει η “ομαλή ένταξη” στην κοινωνία, επιδιώκει reunion της σχολικής του παρέας με στόχο να επαναλάβουν την πιο αξέχαστη νύχτα των νιάτων τους. Το σχέδιο είναι να ολοκληρώσουν αυτό που δεν κατάφεραν τότε, δηλαδή να επισκεφτούν για μπύρα και τις δώδεκα παμπ της γενέτειράς τους μέσα σε ένα βράδυ, με την παμπ-γραμμή λήξης του μαραθωνίου τους να φέρει, ευφυώς, την ονομασία “The world’s end”…
Περίπου στα πρώτα σαράντα λεπτά, αρχίζει να «στριμώχνεται» δεξιοτεχνικά στο (ήδη απολαυστικότατο) στόρι μια εξωγήινη εισβολή που προορίζεται να κάνει το όνομα της παμπ κυριολεκτικό και να μεταμορφώσει την ταινία σε ένα αξιοπρεπέστατο κλείσιμο μιας τριλογίας που δεν θα ξεχαστεί γρήγορα. Οι δημιουργοί των «Shaun of the dead» και «Hot fuzz» επιστρέφουν με όλο το απαιτούμενο κέφι και την έμπνευση για να παραμείνουν πιστοί στο πνεύμα των δύο προηγούμενων ταινιών τους και να παραδώσουν άλλη μία ισάξιά τους κωμωδία.
Βρισκόμαστε 700 χρόνια από σήμερα, όπου οι άνθρωποι έχουν προ πολλού εγκαταλείψει τη Γη αφήνοντας πίσω έναν απέραντο σκουπιδότοπο. Το χάλι αυτό συμμαζεύει υπομονετικά ο WALL-E, ένα συμπαθέστατο ρομποτάκι που είναι προγραμματισμένο να φτιάχνει 'ουρανοξύστες' από συμπιεσμένα σκουπίδια. Τόσους αιώνες όμως ο ακούραστος αυτός εργάτης συλλέγει οτιδήποτε προκαλεί το ενδιαφέρον του, έχει για παρέα μία κατσαρίδα ενώ φαίνεται πως νιώθει μόνος. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν γνωρίσει την EVE, ένα ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας σταλμένο απ' τους ανθρώπους του διαστημικού κρουαζιερόπλοιου Axiom, με αποστολή να βρει ένα δείγμα βλάστησης που θα ανοίξει το δρόμο για τον επαναπατρισμό τους. Το ενδιαφέρον του WALL-E για την EVE θα είναι η απαρχή για ένα τρυφερό και περιπετειώδες διαγαλαξιακό ταξίδι.
Η τολμηρότερη κινηματογραφικά και ωριμότερη σεναριακά ταινία της εταιρείας Pixar είναι ένας φόρος τιμής στη βωβή κωμωδία και μια εύστοχη οικολογική αλληγορία. Άριστος συνδυασμός δράσης και χιούμορ, αυθεντική συγκίνηση κι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα καρτούν στην κινηματογραφική ιστορία.
Ο «WALL-E» έρχεται να ξεπεράσει με διαστημική ταχύτητα κάθε προσδοκία που είχαμε σχηματίσει για τα animation ως σήμερα, μαζί με οτιδήποτε αγαπημένο μας έχουν χαρίσει η Disney και η Pixar, από το «Finding Nemo» και τους «Incredibles» ως το «Ratatouille». Το πρώτο μέρος ειδικότερα, είναι απλώς αριστούργημα, ένα θεσπέσιο πάντρεμα έμπνευσης, κινηματογραφικής αφήγησης και σχεδιαστικής αρτιότητας. Για περισσότερη από μισή ώρα ο υπέροχος WALL-E μας συστήνεται χωρίς να ψελλίσει 'κιχ', βγαλμένος θαρρείς μέσα από τις καλύτερες στιγμές της παντομίμας και του βωβού. Πρόκειται για ένα πρώτο μέρος θαυμαστό, υποδειγματικά οικονομικό, υπερπλήρες νοημάτων, γεμάτο από αστείρευτο χιούμορ και συναισθήματα που ποτέ δεν εγκαταλείπει τα οικολογικά του μηνύματα, εμφανή κι εύπεπτα για τα παιδικά μάτια και ταυτοχρόνως αδυσώπητα καυστικά για τους επαναπαυμένους ενήλικες. Η συνέχεια μεταφέρει τη δράση στον αυτοματοποιημένο κόσμο των ανθρώπων του Axiom, όπου το ρομάντζο του WALL-E και της EVE παραμένει συγκλονιστικά δοσμένο. Αναλόγως απολαυστική είναι και η περιπετειώδης πλευρά της υπόθεσης όπου καταπιάνεται με το μέλλον της αλλοτριωμένης ανθρωπότητας από τον υπερκαταναλωτισμό και την προσφερόμενη τεχνολογική ευκολία. Ο κόσμος των ανθρώπων μπορεί να φαντάζει κωμικός και γραφικός, αλλά μόνο τέτοιος δεν είναι.
Βρισκόμαστε στο εγγύς μέλλον και παρακολουθούμε την καθημερινότητα του Sam Bell (ο Sam Rockwell, σ' ένα συγκλονιστικό one man show), ενός αστροναύτη-εργάτη που επί 3 χρόνια δουλεύει σ' ένα διαστημικό σταθμό στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Αποστολή του είναι η εξόρυξη Ηλίου-3, του στοιχείου που αποτελεί πλέον τη βασική πηγή ενέργειας της Γης, για λογαριασμό της πολυεθνικής εταιρίας Lunar. Ζώντας ολομόναχος στο σταθμό και με μοναδική του παρέα τη φωνή του Gerty (η εκφραστικότατη φωνή του Kevin Spacey), του κεντρικού υπολογιστή-ρομπότ του συστήματος, η ζωή του είναι μονότονη και επαναλαμβανόμενη. Το μόνο που τον κρατά σε εγρήγορση είναι η σκέψη ότι το συμβόλαιό του με τη Lunar πλησιάζει στο τέλος του κι επιτέλους θα επιστρέψει στη Γη, όπου τον περιμένουν η γυναίκα και η κόρη του. Λίγες εβδομάδες όμως πριν από την πολυπόθητη επιστροφή του, εμφανίζει ξαφνικά περίεργα συμπτώματα: πονοκέφαλοι, ζαλάδες, έλλειψη συγκέντρωσης και παραισθήσεις, τον οδηγούν σε ένα παραλίγο θανατηφόρο ατύχημα. Επιστρέφοντας στη βάση με μυστηριώδη τρόπο, συνέρχεται χωρίς συναίσθηση του πώς έφτασε εκεί, και βρίσκει κάποιον να τον περιμένει -κι είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσε να φανταστεί...
Διαστημική περιπέτεια χαμηλών τόνων, με φιλοσοφική διάθεση και άρωμα ταινιών επιστημονικής φαντασίας του παλιού καλού καιρού. Σκηνοθετικό ντεμπούτο-έκπληξη από τον γιο του Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος κέρδισε τη Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Γυρίστηκε μέσα σε 33 ημέρες και μέσω της μεγάλης απεργίας των σεναριογράφων. Ο σκηνοθέτης δήλωσε πως για αυτό το λόγο είχε τους καλύτερους τεχνικούς που θα μπορούσε να βρει. Τα γυρίσματα που δείχνουν τη Σελήνη έγιναν μέσα σε τρεις μέρες, με τη χρήση μικρών μοντέλων.
Ο πρωτάρης σκηνοθέτης Duncan Jones, χωρίς ίχνος εμπειρίας, με μικρό budget και χωρίς κανένα σχεδόν ψηφιακό εφέ, αποδεικνύει πως τα μόνα που χρειάζονται για να φτιάξεις ένα μικρό αριστούργημα είναι ένας ηθοποιός, ένα σενάριο με βάθος κι έξυπνες σκηνοθετικές επιλογές. Η επιστημονική φαντασία σπάνια αποδεικνύεται -τα τελευταία χρόνια- τόσο ουσιαστική και καίρια όσο στην περίπτωση του «Moon», που εκτός από σασπένς προσφέρει τροφή για σκέψη, χωρίς τους συνήθεις εκτυφλωτικούς αντιπερισπασμούς που συχνά βαραίνουν αυτό το παρεξηγημένο είδος.
Ο άνθρωπος μόνος απέναντι στην σκοτεινή πλευρά του, η ανθρωπότητα αντιμέτωπη με τις λανθασμένες επιλογές της. Η ελεύθερη βούληση κι η δυνατότητα επιλογής σ' έναν κόσμο προγραμματισμένο να δρα με γνώμονα την απληστία και την έλλειψη ανθρωπιάς -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ένα διαστημικό ταξίδι ενδοσκόπησης στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης αλλά και της ανθρώπινης ψυχής, που, καθόλου αναπάντεχα, γοήτευσε το αθηναϊκό κοινό και κέρδισε το μεγάλο βραβείο των Νυχτών Πρεμιέρας.
Σε αυτό το ταξίδι των τελευταίων επιζώντων οι ταξικές διαφορές του παρελθόντος συνεχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στα βαγόνια του τρένου, όπου πλούσιοι και φτωχοί έχουν συνασπιστεί με τους ομοίους τους ακολουθώντας διαφορετικές συνήθειες κι επίπεδο ζωής.
Η ιστορία εμπνέεται από το γαλλικό εικονογραφημένο της δεκαετίας του '80 «Le Transperceneige» και κάτω από το χιόνι που καλύπτει τον πλανήτη, κρύβεται και πάλι η κοινωνική ανισότητα και σιγοκαίει η φλόγα μιας επαναστατικής πράξης.
Το φουτουριστικό δημιούργημα του Τζουν-Χο Μπονγκ έχει πολλά επίπεδα φιλοσοφικών προεκτάσεων. Συγκεκριμένα, το τρένο αποτελεί μια αλληγορία για τις κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Χαρακτηρίζεται ως ένας μικρόκοσμος της ίδιας της κοινωνίας, με τις ίδιες οικονομικές και κοινωνικές διακρίσεις: η ελίτ κυριαρχεί στο μπροστινό κομμάτι του τρένου, ενώ οι φτωχότεροι ζουν στα τελευταία βαγόνια. Η γνωστή αναφορά του Σαίξπηρ “Όλος ο κόσμος είναι ένα τρένο, και όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι απλώς επιβάτες” θα μπορούσε να αποτελέσει μια φράση-σύνοψη του πιο πρόσφατου δημιουργήματος του Τζουν-Χο Μπονγκ.
Το “Snowpiercer” αποτελεί μια ταινία-πρόκληση για το κοινό, γιατί αποτελεί έναν ιδιότυπο συνδυασμό art-house και blockbuster. H πιο σκοτεινή και ενδιαφέρουσα ερμηνεία του δημοφιλούς Κρις Έβανς, ο οποίος πρωταγωνιστεί αυτή τη φορά χωρίς τη στολή του Captain America και την πλαστική εικόνα του ζεν πρεμιέ, υπογραμμίζει αυτό τον συνδυασμό.
Η sci-fi περιπέτεια έχει επιλεχτεί ανάμεσα από 200 ταινίες για να ανοίξει το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λος Άντζελες. Όπως δηλώνει η Στέφανι Αλέιν, διευθύντρια του Φεστιβάλ, η περιπετειώδης και απρόβλεπτη διαδρομή του τρένου Snowpiercer αποτελεί ιδανική εισαγωγή για το 20ετές Φεστιβάλ. Το αντίστοιχο άνοιγμα του περσινού Φεστιβάλ είχε κάνει η ταινία “Δεν κρατιέμαι” του Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Η ταινία πλαισιώνεται από ένα πλούσιο καστ που περιλαμβάνει εκτός από τον Κρις Έβανς, τους Τζέιμι Μπελ (“Billy Elliott”, “Nymphomaniac’’), Τζον Χερτ (“V for Vendetta’’, “Only Lovers Left Alive’’), Έντ Χάρις (“The Hours’’, “Pollock’’), Οκτάβια Σπένσερ (“The Help’’) και την αγνώριστη Τίλντα Σουίντον (“Grand Budapest Hotel’’).
Η επιτυχία της ταινίας έχει ήδη αποφέρει συνολικά 60 εκατομμύρια δολάρια στο box office της Νότιας Κορέας. Οι κριτικές που έχει αποσπάσει είναι διθυραμβικές, καθώς χαρακτηρίζεται ως ένα φουτουριστικό αριστούργημα, μια επική, εντυπωσιακή και φιλόδοξη sci-fi περιπέτεια.
Μια αστροφυσικός καταφέρνει να πιάσει και να αποκωδικοποιήσει ένα εξωγήινο μήνυμα, που περιέχει προσχέδια για ένα μηχάνημα διαγαλαξιακών ταξιδιών.
Η Επαφή είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που προσεγγίζει το θέμα της εξωγήινης ζωής με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο. Ίσως γιατί βασίζεται στο μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ο αστροφυσικός Κάρλ Σαγκάν. Η επιστημονική φαντασία αντιμετωπίστηκε στο σινεμά συνήθως με 2 τρόπους είτε ως αλληγορία ( 2001: A Space Odyssey) είτε με γενναίες δόσεις φαντασίας ( Star Wars, E.T.), η Επαφή όμως με την ιστορία μιας γυναίκας αστροφυσικού που ανακαλύπτει ένα κάλεσμα από το υπέρ-πέραν βασίζεται απόλυτα στο ρεαλισμό και εξιστορεί με πειστικά επιστημονικό (ή επιστημονικοφανή) τρόπο πως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια εξωγήινη επαφή.
Αξιοθαύμαστο το ότι ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ ρισκάρει έναν τεράστιο ποοϋπολογισμό για να κάνει μια ταινία φιλοσοφικού και πολιτικού στοχασμού και όχι μια θεαματική περιπέτεια δράσης.
Ο Zemeckis, μάστορας στο να κολλάει στις ταινίες του δημοσιογραφικά ντοκουμέντα, στηρίζει ιδανικά το ρεαλιστικό σύμπαν της ταινίας χωρίς να παρασύρεται από τα εφέ τα οποία κάνουν πολύ αραιά την εμφάνιση τους και στόχος τους είναι η αληθοφάνεια και όχι ο οπτικός εντυπωσιασμός. Την ταινία παίρνει στις πλάτες της η Jodie Foster σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της και της συμπαραστέκεται ικανοποιητικά ο νεαρός και ελπιδοφόρος τότε Matthew McConaughey.
Οι 2 τους σχηματίζουν το δίπολο θρησκεία-επιστήμη που αποτελεί και το κέντρο βάρους της ταινίας ανασύροντας ερωτήματα που βασανίζουν το ανθρώπινο γένος εδώ και αιώνες. Σε τι διαφέρει η πίστη της πρωταγωνίστριας στην ύπαρξη εξωγήινης ζωής από την πίστη στο θεό; Μήπως και τα 2 υπάρχουν γιατί πιστεύουμε εμείς ότι υπάρχουν; Είναι η ανακουφιστική μας ψευδαίσθηση για να ξορκίσουμε την μοναξιά;
Η Επαφή αντιμετωπίζει τόσο την πίστη, όσο και την επιστήμη με έναν καθαρά πνευματικό τρόπο. Παρουσιάζει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όρια του και να εξηγήσει τα μυστήρια του σύμπαντος που προφανώς δεν δημιουργήθηκε για να το κατανοήσει ο ίδιος. Ίσως αυτή η ανάγκη είναι μια διαρκής αναζήτηση αποδείξεων της πίστης του ότι δεν είναι μόνος, ότι υπάρχει κάτι που περιμένει να το ανακαλύψει. Η πρωταγωνίστρια λίγο πριν το τέλος λέει «θα ήταν τεράστια σπάταλη χώρου αν ήμασταν μόνοι μας μέσα στο σύμπαν». Αυτή η φράση περικλείει ότι θέλει να πει αυτή η ταινία. Ο θεός, η θρησκεία, η εξωγήινη ζωή υπάρχουν γιατί τα χρειαζόμαστε. Είναι δημιουργήματα της ανάγκης μας να κοιτάμε τον ουρανό και να νιώθουμε λιγότερο μικροί, λιγότερο ασήμαντοι και λιγότερο μόνοι.
9.
Inception [2010]
Ο Ντομ Κομπ (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο) είναι ένας επιδέξιος ληστής και ο άσσος στην επικίνδυνη τέχνη της εκμαίευσης: μπορεί να κλέψει πολύτιμα μυστικά από τα βάθη του υποσυνείδητου τη στιγμή που το θύμα του κοιμάται βαθιά και το πνεύμα του είναι πάρα πολύ ευάλωτο.
Η σπάνια ικανότητα του Κομπ τον έχει καταστήσει πολύτιμο παίκτη στην επικίνδυνη σκακιέρα της εταιρικής αντικατασκοπείας, αλλά και διεθνή φυγά, αφαιρώντας του ό,τι έχει αγαπήσει στη ζωή του. Ο Κομπ όμως, δέχεται μια πρόταση που μπορεί να τον εξιλεώσει. Μια τελευταία δουλειά που μπορεί να του χαρίσει πίσω τη χαμένη του ζωή αρκεί να καταφέρει το αδύνατο – την απαρχή.
O Κομπ και η ομάδα του που απαρτίζεται από ειδικούς πρέπει να καταφέρουν το αντίθετο απ’ ό,τι έκαναν ως τώρα. Ο στόχος τους πλέον δεν είναι να κλέψουν μια ιδέα, αλλά να καλλιεργήσουν μια καινούργια. Αν τα καταφέρουν, θα σκηνοθετήσουν το τέλειο έγκλημα.
8.
Edge of Tomorrow [2014]
Η ανθρωπότητα είναι σε πόλεμο με εξωγήινους, γνωστούς ως Μίμικς. Ο αντισυνταγματάρχης Μπιλ Κέιτζ δεν έχει δει ούτε μέρα μάχης, από τη στιγμή που υποβιβάστηκε ανεπίσημα κι έπειτα έπεσε σε μάχη αυτοκτονίας. Εκεί σκοτώθηκε, παίρνοντας μαζί του έναν εξωγήινο. Ως εκ θαύματος, ο Κέιτζ ξυπνάει στην αυγή της συγκεκριμένης ημέρας ξανά και ζει πάλι την ίδια δαιμονισμένη εμπειρία, αναγκασμένος να μάχεται πάλι και πάλι. Η προσωπική μονομαχία κι επαφή με τον εξωγήινο τον έχει βάλει σε μια χρονική «τρύπα». Αλλά με κάθε ημέρα που περνάει, ο Κέιτζ γίνεται ολοένα και δυνατότερος κι ευφυέστερος κι αποκτάει τη συμπαράσταση της Ρίτα Βρατάσκι, μιας πολεμίστριας των ειδικών δυνάμεων, που έχει εξολοθρεύσει τους περισσότερους εξωγήινους από τον καθένα στη Γη. Και κάθε μέρα μάχης, φέρνει πιο κοντά τους δυο στο μυστικό της ολικής αναχαίτισης των εχθρών.
Aπό τους δημιουργούς του The Bourne Identity και Mr.& Mrs.Smith
Το «Στα Όρια του Αύριο» είναι μια τρανή απόδειξη ότι τα καλοκαιρινά μπλοκ-μπάστερ εξακολουθούν να ζουν και να βασιλεύουν εν έτει 2014. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Hiroshi Sakurazaka και μεταφερμένη στη μεγάλη οθόνη από τον Doug Liman (σκηνοθέτη του «Χωρίς Ταυτότητα»), η ταινία αφήνει πίσω όλες τις μέχρι τώρα ανησυχίες που έχουμε όταν ακούμε για μεταφορά ιαπωνικού υλικού στον κινηματογράφο και γίνεται μια υπέροχη κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει πολλαπλές θεάσεις, μόνο και μόνο για την καθαρή απόλαυση που σου παρέχει.
Μιλάμε λοιπόν για μια σωστή υπερπαραγωγή, γεμάτη υπέρτατα ειδικά εφέ, θαυμάσια πλοκή και ένα υπέρλαμπρο καστ που δίνει τον καλύτερο του εαυτό. Ο Tom Cruise αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι είναι ένα χαρισματικός σταρ της έβδομης τέχνης, ενώ η Emily Blunt συνεχίζει να εκπλήσσει πιστοποιώντας ότι μπορεί να παίξει τα πάντα. Αυτοί οι δύο, μαζί με το υπόλοιπο καστ, δημιουργούν μια ομάδα όνειρο που ο σκηνοθέτης Doug Liman χρησιμοποιεί και δημιουργεί μια ταινία κοντά στην τελειότητα.
7.
Terminator 2: Judgment Day (1991)
Ο Εξολοθρευτής (The Terminator) είναι ταινία δράσης/επιστημονικής φαντασίας του 1984 στην οποία πρωταγωνιστεί ο τότε γνωστός body-builder στη συνέχεια ηθοποιός και αργότερα κυβερνήτης της Καλιφόρνια Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, στην οποία είχε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς για την καριέρα του ρόλους. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Τζέιμς Κάμερον.
Στο κοντινό μέλλον, μετά από επανάσταση στο χώρο της τεχνολογίας, ο υπερ-υπολογιστής Skynet αναπτύσσει ταχύτατα τη νοημοσύνη του. Σύντομα προκαλεί πυρηνικό πόλεμο με σκοπό την εξόντωση του δημιουργού του, του ανθρώπου. Η μόνη ελπίδα των ανθρώπων είναι μια ομάδα επαναστατών με ηγέτη τον Τζων Κόνορ. Όταν το 2029 είναι πλέον φανερό ότι Κόνορ θα οδηγήσει τους ανθρώπους στη νίκη, ο Skynet στέλνει πίσω στον χρόνο (12 Μαΐου 1984) έναν σάιμποργκ εξολοθρευτή του τύπου Τ-800 (Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ) με σκοπό να δολοφονήσει τη μητέρα του Κόνορ (Λίντα Χάμιλτον), πριν καν φέρει στον κόσμο τον Τζων. Συγχρόνως και η πλευρά των ανθρώπων στέλνει πίσω στο χρόνο έναν στρατιώτη (Μάικλ Μπιν) για να την προστατεύσει.
Η ταινία εμπλέκει όρους όπως: «ταξίδι στο χρόνο», «αιτιολογική σύνδεση» (causal loops) και την τεχνητή νοημοσύνη.
Το κείμενο του Σβαρτσενέγκερ σε ολόκληρη την ταινία είναι 17 προτάσεις με περίπου 70 λέξεις.
Με το σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής 6,4 εκατομμυρίων δολαρίων η ταινία αποτέλεσε για τον Σβαρτσενέγκερ την μεγαλύτερη του μέχρι τότε επιτυχία. Τα κόστη παραγωγής της συνέχειας έξι χρόνια αργότερα ανήλθαν περίπου στα 100 εκατομμύρια δολάρια.
Από εκεί και πέρα είχε και κάποιες συνέχειες με άλλες τρεις ταινίες μέχρι το 2009. Επάνω στην τελευταία ταινία, βασίστηκε και το animation: Terminator Salvation: The Machinima Series [σειρά -2009] (
δείτε το).
Εξαιρώντας τα εξαντλητικά κυνηγητά σε αυτοκινητόδρομους και την παιδαριώδη φιλοσοφική ρητορική περί μοίρας, η παγιωμένη ερμηνεία του Σβαρτζενέγκερ, διανθισμένη με κορυφαίες ατάκες, αν μη τι άλλο δεν θα προδώσει τους φαν του franchise.
6.
Looper [2013]
Βρισκόμαστε στο-μακρινό ακόμη για εμάς-2042, σε ένα μελλοντικό δηλαδή και αρκούντως πεσιμιστικό Κάνσας, όπου η πόλη όπως κάποτε την ξέραμε έχει φτάσει στο τέλος της, οι άστεγοι έχουν κατακλύσει τους δρόμους, οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους για λόγους μηδαμινούς, και ένα νέο ναρκωτικό υπό τη μορφή... κολλυρίου βρίσκεται στη γύρα. Εκεί ένα αφεντικό της μαφίας σταλμένο από το μέλλον, ο Abe (Ντάνιελς), λύνει και δένει από την κορυφή του συνδικάτου του εγκλήματος στην οποία έχει θρονιαστεί, έχοντας στη διάθεσή του μια ομάδα δολοφονικών επίλεκτων που ονομάζονται Loopers. Δουλειά τους είναι να εκτελούν με συνοπτικές διαδικασίες διάφορους τύπους που στέλνονται από τα έτερα συνδικάτα του ακόμη πιο μακρινού μέλλοντος και συγκεκριμένα του 2072. Ποιος καλύτερος τρόπος να εξαφανίσεις ένα πτώμα από προσώπου Γης, από το να το στείλεις 30 χρόνια πίσω στο παρελθόν έναν πληρωμένο εκτελεστή όπου περιμένει να τον βγάλει από τη μέση;!
Την ίδια άποψη φαίνεται να συμμερίζεται και ο νεαρός Joe (Λέβιτ), ο οποίος από βρώμικο πιτσιρίκι του δρόμου, καταλήγει ένας από τους πιο αποτελεσματικούς ‘καθαριστές’ της μαφίας. Τι γίνεται όμως όταν έρχεται η αποφράδα ημέρα όπου του στέλνεται πακέτο ο μελλοντικός του εαυτός για εκτέλεση, υπό τη μορφή του Μπρους Γουίλις και πόσο έτοιμος είναι ο Joe να “κλείσει την θηλιά”.
Δυστοπική, δυσνόητη σε πολλά μέρη της, βίαιη ταινία επιστημονικής φαν τασίας βασισμένη στο κοινότυπο θέμα του χρονοταξειδιού ή "επίπεδου-μέσα-στο-επίπεδο" (το έχουμε δει στο Inception όπου μέσα στον ονειρικό κόσμο ξεδιπλώνονταν πολλά επίπεδα, το έχουμε δει και στις ταινίες-σειρά του Terminator του μεγάλου Arnold Schwarzenegger).
Τίποτα καινούργιο στο θέμα, αλλά απίθανη βία σε περισσευούμενες δόσεις και υπερβολικές ηθοποιίες, όπως αυτή της Sara (Emily Blunt), που δοξοποιεί, ακόμα και σε έργο επιστημονικής φαντασίας, τα όπλα και τις καραμπίνες της Remington με ζήλο Αμερικανού χωριάτη μέλους της NRA. Οι προχειρότητες στην παραγωγή της ταινίας (στην οποία τα αυτοκίνητα, ολα, μα όλα κινούνται συμβατικά με ρόδες, αλλά οι μοτοσυκλέτες είναι εφοδιασμένες με ...τουρμπινοκινητήρες και λειτουργούν στην αρχή της... μαγνητικής -ή, άλλης..- άντωσης) εντείνουν το αίσθημα της "φτηνής" παρουσίασης..
Συνολικά οι ερμηνείες δεν βοηθούν ιδιαίτερα, οπως του κουρασμένου Bruce Willis (εντάξει, αφήστε τον άνθρωπο να ξεκουραστεί, πρόσφερε πολλά στη 7η τέχνη..), ή της ακατάλληλης Emily Blunt. Μόνο ο τυχοδιώκτης Looper Seth, που τον υποδύεται ο σοβαρός Joseph Gordon-Levitt διασώζει την παρτίδα...
Αυτό πάντως, που ξεχωρίζει στο έργο, είναι το τέλος του, που είναι εντελώς απρόσμενο και ανατρεπτικό. Ίσως, μόνο για αυτό, να δικαιολογείται ένα δίωρο παρακολούθησής του.
5.
The Matrix [1999] | Geeks Media
Ο χάκερ Τόμας Άντερσον ζει μια συνηθισμένη ζωή, μέχρι που συναντά τον αινιγματικό Μορφέα που τον οδηγεί στον πραγματικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος είναι 200 χρόνια μπροστά και ο κόσμος έχει καταληφθεί από μηχανές τεχνητής νοημοσύνης.
Οι μηχανές έχουν δημιουργήσει μια πλαστή πραγματικότητα του 20ού αιώνα, το Μάτριξ, για να κρατούν τους ανθρώπους ήσυχους, μέχρι να καταφέρουν -παίρνοντας δύναμη από τους ανθρώπους- να εξουσιάσουν τον κόσμο. Ο Άντερσον καταδιώκεται από τους Agents, κομπιούτερς με ανθρώπινη μορφή, γιατί θεωρείται ο Εκλεκτός που θα οδηγήσει τους ανθρώπους σε νίκη κατά των μηχανών και στην επικράτηση επί της Γης. [Δείτε περισσότερα για την τριλογία εδώ:
The Matrix [collection 1999 - 2003]
4.
Children of Men [2006]
Το 2027 ο κόσμος έχει βυθιστεί στην αναρχία καθώς η γονιμότητα των ανθρώπων έχει φτάσει σε μηδενικά επίπεδα από έναν ιό και αυτό έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην παγκόσμια ισορροπία. Ο νεαρότερος άνθρωπος του κόσμου πέφτει θύμα δολοφονίας στα δεκαοκτώ του και η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει προοπτική σταδιακής εξαφάνισης. Με φόντο ένα Λονδίνο που σπαράσσεται από τη βία, την εγκληματικότητα και τον πόλεμο αντιμαχόμενων εθνικιστικών φατριών, ένας απογοητευμένος πρώην ακτιβιστής που έχει γίνει γραφειοκράτης αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του και να προστατεύσει την τελευταία ελπίδα της γης, μία έγκυο γυναίκα που θα γίνει αντικείμενο ερευνών από τους επιστήμονες.
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια δεχόμαστε όλοι έναν καταιγισμό από υπερπαραγωγές επιστημονικής φαντασίας που δεν μας προσφέρουν τίποτε παραπάνω από καναδυό ωρίτσες ευχάριστης, άμυαλης απόδρασης. Από τη μια ο χείμαρος των ταινιών με υπερήρωες, από την άλλη η μανία των reboots παλιών, κλασικών επιτυχιών, όλα έχουν γίνει μια σούπα νερόβραστη. “Όλα;”
Η αλήθεια είναι όμως ότι σου μένουν ορισμένες ταινίες λόγω των προκλητικών τους ιδεών, της ουσίας και όχι του περιτυλίγματος. Πιστεύω σε αυτά συγκαταλέγονται έργα όπως το Children of Men, ή το Eternal Sunshine of the Spotless Mind και, σε λιγότερο βαθμό το District 9 και το πιο πρόσφατο Elysium του Neill Blomkamp που ισορροπούν μεταξύ εφέ και σεναρίου, και ρέπουν περισσότερο προς το mainstream.
Επειδή η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθώ συστηματικά τι βγαίνει και τι παίζει, προφανώς εξαιτίας αυτού έχασα μια πολύ καλή, από τις καλύτερες θα έλεγα, περιπτώσεις έργου επιστημονικής φαντασίας που σε διεγείρει καθαρά διανοητικά, χωρίς ίχνος ειδικών εφέ. Πρόκειται για ένα έργο που μου επισήμανε ο τακτικός θαμώνας του unregistered, e4rthw0rm, και το οποίο, πράγματι, βασίζεται 100% στο καλογραμμένο του σενάριο, καθώς και στον κεντρικό πυρήνα του θέματός του.
Το σενάριο είναι απλούστατο: ένας καθηγητής πανεπιστημίου καλεί στο σπίτι του, τους καλύτερους φίλους του, οι οποίοι είναι κι αυτοί καθηγητές, ο καθείς στο δικό του επιστημονικό κλάδο, για μια τελευταία, αποχαιρετιστήρια συνάντηση, καθώς μετακομίζει σε άλλη πόλη. Οι φίλοι κάνουν ευχάριστη κουβεντούλα, καθώς τους ζεσταίνει η φωτιά από το τζάκι και η σπιρτάδα από ένα καλό ουίσκι. Πολύ γρήγορα, ο οικοδεσπότης ξεκινά να τους αφηγείται μια γοητευτική ιστορία γύρω από έναν προϊστορικό άνθρωπο των σπηλαίων που, λόγω κάποιας απίθανης βιολογικής ιδιαιτερότητας, επέζησε για 14.000 χρόνια.
Πολύ γρήγορα, το αστείο μετατρέπεται σε αμηχανία, καθώς όλοι καταλαβαίνουν ότι ο άνθρωπος των σπηλαίων είναι ο ίδιος ο καθηγητής. Οι προσκεκλημένοι προσπαθούν να τον παγιδεύσουν με ερωτήσεις, για να τον κάνουν να περιπέσει σε αντιφάσεις. Όσο όμως προχωρά η κουβέντα, κάθε ερώτηση απαντάται πειστικά και η παρέα πείθεται για την απίθανη προέλευση του αγαπημένου φίλου. Μια αποκάλυψη που δοκιμάζει βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, επιστημονικά δεδομένα και θρησκευτικές πεποιθήσεις, τελικά δοκιμάζει και τη συνοχή της φιλίας μεταξύ των παρευρισκομένων, αγγίζοντας τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.
3.
Jurassic Park [1993]
Όνειρο ζωής για τον John Hammond είναι να δημιουργήσει ένα θεματικό πάρκο με δεινόσαυρους. Ζωντανούς δεινόσαυρους. Όταν η ομάδα επιστημόνων που δουλεύει γι' αυτόν κατορθώσει να απομονώσει DNA δεινοσαύρου από το αίμα που είχε διατηρηθεί σε ένα απολιθωμένο κουνούπι, γεννιούνται οι πρώτοι δεινόσαυροι εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Ο Hammond ετοιμάζει το πάρκο του, σε ένα απομονωμένο νησί, όπου οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να βλέπουν τους δεινόσαυρους πίσω από ειδικά σχεδιασμένους φράχτες. Σαν πρώτους επισκέπτες, θα φέρει τα δυο εγγόνια του, έναν δικηγόρο και τρεις καταξιωμένους ερευνητές της εποχής των δεινοσαύρων. Κάποιος όμως έχει άλλα σχέδια, και τελικά η επίσκεψη δεν θα είναι όσο ασφαλής σχεδιαζόταν.
Πρόκειται για μια αμερικανική ταινία θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάικλ Κράιτον, είναι ένα από τα μεγαλύτερα blockbusters όλων των εποχών.
Χάρη στο DNA, επιστήμονες καταφέρνουν να "αναστήσουν" ορισμένα είδη δεινοσαύρων τα οποία κοσμούν τώρα το πιο πρωτότυπο πάρκο στον κόσμο.
Όμως, οι ειδικοί που θα το επισκεφθούν πριν από τα επίσημα εγκαίνια, θα γίνουν μάρτυρες της "θεωρίας του χάους", σύμφωνα με την οποία τίποτα στην φύση δεν είναι σταθερό, ελεγχόμενο και προβλέψιμο...
2.
Her [2013]
O Theodore Twombly (Joaquin Phoenix) είναι ένας μοναχικός συγγραφέας που ζει στο Los Angeles, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Βασανισμένος μετά το χωρισμό του βρίσκει ενδιαφέρον σε ένα νέο λειτουργικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης. Οι κατασκευαστές του υπόσχονται άλλωστε πως αυτό το νέο προϊόν θα ξετυλίγει μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα ανάλογα με τον εκάστοτε αγοραστή. Κάπως έτσι ο Theodore “συναντά” τη Samantha (με τη φωνή της Scarlett Johansson), μια ψηφιακή προσωπικότητα με ευαισθησία και χιούμορ. Η σχέση τους θα γίνει ολοένα και πιο στενή δημιουργώντας απρόβλεπτες καταστάσεις.
Με τον πλέον πρωτότυπο σεναριακά και σικάτο σκηνοθετικά τρόπο ο Σπάικ Τζόνζι (“Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς”, “Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων”) αναρωτιέται μελαγχολικά πάνω στις έννοιες της αγάπης, του πάθους και της πίστης στον 21ο αιώνα. Εύκολες οι τελικές απαντήσεις, υποβλητική, όμως, η αποξενωμένη εικόνα του Λος Άντζελες του αύριο και αξέχαστη η εκφραστική… φωνή της Σκάρλετ Γιόχανσον. Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα σεναρίου.
Αρκετοί είναι εκείνοι που θα έρθουν να σου πουν, ότι το «Her» μιλά για τους κινδύνους της εξάρτησης από την τεχνολογία, για την αποξένωση, στην οποία συνδράμει η ιντερνετική επικοινωνία. Η αλήθεια είναι πως η ανθρώπινη επικοινωνία πάντα ήταν και πάντα θα είναι δύσκολη. Για κάποιους, λόγω ενδιάθετης συστολής, είναι ακόμα πιο δύσκολη. Η ανάπτυξη της πληροφορικής, για εκείνους που διαθέτουν το χάρισμα της κοινωνικότητας, διευκολύνει την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του χαρίσματος τους και την διεύρυνση του κύκλου τους. Για αυτούς όμως που δεν το διαθέτουν, είναι βάλσαμο, ένα εργαλείο μέσω του οποίου μπορούν να ανοιχτούν, ένα μεταβατικό στάδιο προς την φυσική επικοινωνία. Φυσικά οι “απ' έξω” δεν μπορούν να αντιληφθούν αυτό τον τρόπο επικοινωνίας. Ενδεχομένως και να τον χλευάζουν.
Κάπως έτσι δεν γίνεται και με τους έρωτες; Εκεί που ο περίγυρος μπορεί να βλέπει σκοτάδι, ο ερωτευμένος βλέπει φως. Ο "νηφάλιος" παρατηρητής αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να είσαι με εκείνη, εσύ αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν να μην είσαι με εκείνη. Όχι, ο Spike Jonze δεν περιγράφει μια δυστοπική κοινωνία, όπου οι "τεχνητοί" υπολογιστές έχουν αντικαταστήσει τα "πραγματικά" συναισθήματα. Περιγράφει μια κοινωνία που εξελίσσεται, όπου η καθημερινότητα, ο τρόπος επικοινωνίας, τα κοινωνικά ήθη αλλάζουν. Εκείνο όμως που μένει αναλλοίωτο, η μόνη σταθερά σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενο είναι, λέει, η ανάγκη του ανθρώπου για έρωτα. Για την κάψα της γέννησης του, για την ηδονή της φούντωσής του, για εκείνη την διαφωτιστική γαλήνη της κορύφωσης του, για την ψυχοφθόρα αγωνία της επικείμενης φθοράς του, για τον αβάσταχτο πόνο του τελειώματος του, για την γλυκόπικρη - και τόσο εποικοδομητική- μελαγχολία της ανάμνησης του. Και για την αναζωογονητική προσμονή του επόμενου.
1.
Eternal Sunshine Of The Spotless Mind [2004]
Η Clementine και ο Joel είναι δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Εκείνη είναι αυθόρμητη και παρορμητική ενώ εκείνος είναι βαρετός και παντελώς προβλέψιμος. Η Clementine είναι ανοικτός άνθρωπος που ρουφά την ζωή κάθε στιγμή, ενώ αντίθετα ο Joel είναι ένας κλειστός άντρας που απλά ζει. Η μοίρα τους έφερε κοντά και ο έρωτας ένωσε τις πορείες τους για δύο ολόκληρα χρόνια. Έφτασε όμως η στιγμή που έπρεπε η κοινή τους πορεία να λάβει ένα τέλος. Η κοπέλα αποφασίζει όχι μόνο να τραβήξει τον δρόμο της, αλλά και να διαγράψει ολοκληρωτικά από την μνήμη της τον μέχρι πρότινος σύντροφό της. Η διαδικασία είναι απλή χάρη στον Dr. Mierzwiak. Η διαγραφή γίνεται με επιτυχία. Όταν όμως ο Joel μαθαίνει τι έχει κάνει εκείνη, αποφασίζει να πράξει το ίδιο. Κατά την διάρκεια όμως της διαγραφής της Clementine από το μυαλό του, αντιλαμβάνεται ότι παρόλα όσα τους χώριζαν η αγάπη ήταν κάτι που δεν έλειψε ούτε στιγμή από την κοινή τους δίχρονη συμβίωση και έτσι… προσπαθεί να αλλάξει το ρου των γεγονότων, παλεύοντας με το ίδιο του το μυαλό.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος και οι απίθανες (παρ)ενέργειές του αποτελούν μόνιμη πηγή έμπνευσης του σεναριογράφου Τσάρλι Κάουφμαν(«Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», «Adaptation»). Παρόλο που υπάρχουν επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων, αυτό εδώ το βραβευμένο με Όσκαρ σενάριό του έχει απόλυτη συνοχή, δεν περιορίζεται σε μια εκκεντρικότητα, και, το κυριότερο, επενδύει ρομαντικά σε μια ιστορία αγάπης, την οποία οι ήρωες βιώνουν από το παρόν προς το παρελθόν. Η ταινία σε κερδίζει με σκηνές γνήσιας σουρεαλιστικής τρέλας, αλλά και απλής καθημερινότητας (ένα φλερτ, η κρίση μιας σχέσης, η συνάντηση μ’ ένα φιλικό ζευγάρι), μόνο που αυτές τις βιώνουμε μέσα στο αλλόκοτο πλαίσιο ενός «κυνηγητού» στους δαίδαλους του εγκεφάλου του ήρωα.
Είναι προφανές ότι δε μιλάμε για μια «νορμάλ» ταινία. Τα πρωτότυπα σενάρια του Τσάρλι Κάουφμαν, άλλωστε, πάντοτε αποτελούν εγγύηση για κάτι νεωτεριστικό και τολμηρό ως γραφή. Με τη διαφορά ότι η αίσθηση του εντυπωσιασμού σιγοσβήνει, πέφτοντας επιπλέον στο βωμό του όσο πιο εκκεντρικό τόσο πιο δημιουργικό. Το Eternal Sunshine είναι μία –αναπάντεχα- ζεστή ταινία η οποία στην ουσία θα μπορούσε να περιγράφει μία σχέση οποιουδήποτε ζευγαριού. Και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους αξίζει συγχαρητήρια το σενάριο του Kaufman.