Δείτε όλο το υλικό με ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ που έχουν σαν θέμα τα.. ζόμπια:
Κάντε κλικ εδώ: ►► #zompies ◄◄
Γιατί το ζόμπι γοητεύουν την κουλτούρα της εποχής μας;
Η γοητεία των ζόμπι φαίνεται να μην έχει τέλος. Από την εμφάνισή τους το 1968 στην ταινία Night of the Living Dead, σενάριο και σκηνοθεσία του George Α. Romero, τα ζόμπι συνεχίζουν να είναι από τις πιο παραγωγικές ταινίες όλων των εποχών, και όλες παράγονται από το έργο του Ρομέρο. Αλλά τα
ζόμπι έχουν γίνει επίσεις οι πρωταγωνιστές των video games, κόμικς, και στις τηλεοπτικές σειρές, όπως η επιτυχημένη ιστορία The Walking Dead.
Πώς να εξηγήσει κάποιος αυτό το πάθος για τα ζόμπι ως μέρος του σύγχρονου πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Vidergar, υποψήφιο διδάκτωρ στη συγκριτική λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, η δημοτικότητα της αποκάλυψης των ζόμπι θα μπορούσε να είναι ένα ασυνείδητο κίνητρο μίας απρόσμενης βοήθειας στην αντιμετώπιση και τις συνέπειες μίας παγκόσμιας αποκαλυπτικής καταστροφής.
Στη μελέτη του ο Vidergar εξέτασε τις μεγάλες καταστροφές στην μάζα και στην ιστορία του εικοστού αιώνα, όπως το Ολοκαύτωμα, ο πυρηνικός βομβαρδισμός της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και την 11η Σεπτεμβρίου, σημειώνοντας πως τα γεγονότα αυτά τόνισαν την βίαιη φύση του ανθρώπου και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης κοινωνίας.
Το τραύμα που παράγεται από αυτά τα γεγονότα έχει αναγκάσει την ανθρωπότητα της εποχής μας να έχει σταματήσει να σκέφτεται για το μέλλον ως κάτι θετικό, σε αντίθεση με την εποχή του διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Παρά το γεγονός ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με την υπόσχεση μιας διαρκούς ειρήνης, και μιας νέας εποχής δικαιοσύνης και ευημερίας, τα επόμενα 60 χρόνια ήταν η σκηνή για πολλά άλλα δράματα: «Υπήρξαν φρικαλεότητες, γενοκτονίες και άλλες καταστροφές» «Εξακολουθούμε να αγωνίζομαστε για να απαντήσουμε σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ζωής του ανθρώπου, και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις καταστροφές από το παρόν μας και το μέλλον.»
Σύμφωνα με τον μεταπτυχιακό φοιτητή, η ιδέα ότι η ανθρωπότητα μπορεί μια μέρα να εξαφανιστεί ή να αποδεκατισθεί σοβαρά, έχει κάνει τον τρόπο σκέψης και την αντίληψη των ανθρώπων της εποχής μας, μαζί και το γεγονός ότι η ιδέα αυτή περιλαμβάνεται επίσης στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, ότι τα σενάρια εισβολής ζόμπι, μπορεί να μην είναι κακό πράγμα. (Στην ψυχολογία της Αποκάλυψης: μπορούμε να διαβάσουμε ότι το «τέλος του κόσμου» είναι μια καθησυχαστική σκέψη!)
Η τηλεοπτική σειρά όπως το The Walking Dead και ταινίες όπως το Night of the Living Dead βοηθούν τους ανθρώπους να φανταστούν τον εαυτό τους σε μια κατάσταση επιβίωσης. Χρησιμοποιούμε τα μυθιστορήματα, όχι μόνο για να αντιμετωπίσουμε συναισθηματικά το ενδεχόμενο μιας επικείμενης καταστροφής, αλλά ακόμα περισσότερο για να επαναλάβουμε τις ηθικές αναφορές στις καταστροφές ως αποτέλεσμα του Β “Παγκοσμίου Πολέμου», λέει ο Vidergar.
«Ζόμπι είναι μια αντανάκλαση του εαυτού μας. Οι ηθικές αποφάσεις που λαμβάνουν οι επιζώντες σε ακραίες συνθήκες ενώ είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες που θα είχαν στην κανονική ζωή τους.»
Επιπλέον, σύμφωνα με τον ερευνητή: Οι ιστορίες για την Αποκάλυψη των ζόμπι έχουν την εξουσία να επικαλούνται την ελπίδα σε έναν κόσμο που συνεχώς απειλείται από το ενδεχόμενο ενός πολέμου, περιβαλλοντικής καταστροφής, ή οικονομικής κατάρρευσης ή από ένα παγκόσμιο κατακλυσμό: Αυτό είναι που δίνει περισσότερες ελπίδες στους επιζώντες για τη μάχη της ζωής τους.
«Παρά το γεγονός ότι ως κοινωνία έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας σε ένα θετικό μέλλον, αναμένοντας περισσότερο μια καταστροφή που θα έρθει, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι θα επιβιώσουμε, και εξακολουθούμε να θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε.»
Και δεν είναι μόνο η επιβίωση του εαυτού μας ως άτομα, αλλά και η επιβίωση ολόκληρων κοινοτήτων, ως ένα σύμβολο της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Νομίζω ότι εξακολουθούμε να θέλουμε να πιστεύουμε, ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια αναβίωση, όπως ο φοίνικας που θα ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του, και ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά, και να ανακατασκευάσουμε τον κόσμο μας σε ένα καλύτερο μέρος.
Για τη διεξαγωγή της έρευνας του, ο ερευνητής εξέτασε το σύνολο της μετα-αποκαλυπτικής λογοτεχνίας που παράγεται από το 1945, και διαπίστωσε ότι πολλές από τις καλλιτεχνικές παραγωγές με αυτό το θέμα επικεντρώθηκαν γύρω από τους χρόνους της κρίσης, και ιδιαίτερα σοβαρές απειλές, όπως η πυρηνική απειλή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και οι επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους το 2001.
Κατά τη γνώμη του Vidergar, αυτά τα τραυματικά γεγονότα λειτούργησαν ως καταλύτες για το σχηματισμό μιας συλλογικής φαντασίας της καταστροφής, με αποτέλεσμα τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και τα παιχνίδια.
Οι Φίλοι μας τα Ζόμπι: Ένα Χρονικό
[από popaganda.gr]
Κλίκαρε σ’ ένα τυχαίο άρθρο για τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών στο Google, κι αν δεν βρεις δυο-τρεις ταινίες ζόμπι μέσα, τότε πιθανότατα κάποιος θα ‘χει φάει τα μυαλά αυτουνού που το ‘γραψε. Τα σάπια πρόσωπα των νεκροζώντανων χλωμιάζουν τις οθόνες προτού καν το σινεμά αποκτήσει χρώμα, ενώ οι πρώτες καταγεγραμμένες τους απαρχές φτάνουν πίσω στην εποχή της Μεσοποταμίας και το έπος του Γκίλγκαμες, στον 18ο αιώνα προ Χριστού: «Θα ρίξω κάτω τις Πύλες του Επέκεινα, θα γκρεμίσω τις θύρες και θ’ ανεβάσω τους νεκρούς να κατασπαράξουν τους ζωντανούς, και οι νεκροί θα υπερισχύσουν των ζώντων», έγραφε ο ανώνυμος Σουμέριος ποιητής.
Το έπος του Γκίλγκαμες.
Χρειάστηκαν σχεδόν 4.000 χρόνια πριν ο George A. Romero συμπυκνώσει τον στίχο για να πει πως «όταν δεν υπάρχει πια χώρος στην Κόλαση, οι νεκροί θα περπατήσουν στη Γη», και να μεταλλάξει τελείως την εικόνα που είχε η ποπ κουλτούρα για τους αδηφάγους επισκέπτες απ’ τον άλλο κόσμο, τους οποίους είχε πρωτοσυστήσει καθοριστικά στον Δυτικό Πολιτισμό το 1929 ο Wiliam B Seabrook. Δημοσιογράφος, εξερευνητής, συγγραφέας και μελετητής του μυστικιστικού, με Το Μαγικό Νησί ο Seabrook έμπλεξε μυθοπλασία και βιώματα για να αφηγηθεί το ταξίδι του στην Αϊτή, όπου ήρθε σε επαφή με τους θρύλους και τις πρακτικές του βουντού, απ’ όπου και τα ζόμπι κρατούν τη βασική τους καταγωγή, ως σάπια σώματα με σκλαβωμένες ψυχές, που επιστρέφουν απ’ το θάνατο κάτω απ’ τα ξόρκια πανίσχυρων μάγων.
Τέτοιου είδους ιστορίες άλλωστε, από λευκούς που ταξίδεψαν στην Αϊτή για να γυρίσουν στην Αμερική με στοιχειωμένες αναμνήσεις, ήταν που φύτεψαν την έννοια του ζόμπι στην pulp λογοτεχνία της εποχής, με τον HP Lovecraft να έχει ήδη εκδώσει σειρά από μικρές νουβέλες γύρω απ’ τη μυθολογία του απέθαντου, σε όλη τη δεκαετία του ‘20 και τις αρχές του ‘30. Τα ζόμπι όμως, ζούσαν αποκλειστικά στις σελίδες της φτηνής λογοτεχνίας μέχρι που το 1932 η μορφή του ζόμπι απέκτησε σαφές και ξεκάθαρο κινηματογραφικό περίγραμμα: με πρωταγωνιστή τον ήδη τεράστιο τότε αστέρα του τρόμου Bela Lugosi, ο Victor Halperin εξαπέλυσε στα αμερικανικά κοινά το White Zombie. Κι απαθανάτισε μια κι έξω τα νεκροζώντανα στοιχειά, ως άβουλους κι άψυχους σκλάβους που είχε επαναφέρει απ’ το θάνατο ένας μυστικιστής φεουδάρχης, για να τους χρησιμοποιεί ως υπάκουη στρατιά εργατών στον μύλο του.
Η εικόνα αυτή, βαθιά ριζωμένη στις Αϊτινές παραδόσεις των Αφροαμερικανών σκλάβων, που έβλεπαν τον θάνατο ως μια λύτρωση απ’ τα δεσμά τους κι επιστροφή στον παράδεισο της γενέτειρας χώρας τους (κι άρα η επαναφορά στη ζωή ως ζόμπι ήταν γι’ αυτούς το απόλυτο μετά θάνατον βασανιστήριο), επικράτησε στην ποπ κουλτούρα της εποχής για δεκαετίες, με τα ζόμπι να κάνουν όμως σποραδικές μονάχα εμφανίσεις στη φιλμογραφία του φανταστικού (το I Walked with a Zombie, ή το Plan 9 from Outer Space είναι μερικά απ’ τα χαρακτηριστικά δείγματα της περιόδου). Όπως και να το κάνουμε, η άβουλη φύση τους δεν τα έκανε και ιδιαίτερα συναρπαστικά. Για να μπορέσουν να κυριεύσουν την οθόνη, οι αργοκίνητοι φίλοι μας έπρεπε να αποκτήσουν μια εσωτερική ορμή, μια αγριάδα για να γίνουν τρομακτικοί. Έπρεπε να αποκτήσουν μια πείνα. Κι έτσι, μερικές δεκαετίες μετά ήρθε η ώρα για μια νέα μετάλλαξη.
Εμπνευσμένος απ’ το I Am Legend, τη νουβέλα που εξέδωσε το 1954 ο Richard Matheson για ένα μετα-Αποκαλυπτικό τοπίο που μια πανδημία έχει μετατρέψει σε κολαστήριο γεμάτο ορδές από διψασμένα βαμπίρ, το 1968 ο George A Romero εγκαθιδρύει ένα νέο είδος τρόμου: το Night of the Living Dead παραλύει το παγκόσμιο κοινό, γεμίζοντας τις οθόνες του πλανήτη με αποκρουστικά ανθρωπόμορφα τέρατα, πτώματα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο βγαίνουν απ’ τους τάφους τους, πεινασμένα για ανθρώπινη σάρκα κι έτοιμα να κατασπαράξουν οτιδήποτε ζωντανό περπατά στη γη. Οι πρώτοι θεατές που έρχονται σε επαφή μ’ αυτό το παλλόμενο κομμάτι κινηματογραφικής ιστορίας βγαίνουν από την αίθουσα σε κατάσταση σοκ, η ταινία γίνεται φαινόμενο, τα κινηματογραφόφιλα πλήθη συρρέουν μαζικά για να βιώσουν την τρομακτικότερη ταινία που έχει προβληθεί ποτέ, κι η φιγούρα του σύγχρονου ζόμπι αφήνει στην ποπ κουλτούρα μια τεράστια δαγκωνιά, που θα θυμόταν για πάντα.
Nigth of the living dead
Μολονότι ο όρος «ζόμπι» δεν αναφέρεται ούτε μια φορά στην ταινία, ούτε χρησιμοποιείται από τον Romero ως χαρακτηριστικός των πλασμάτων του (τα οποία αποκαλεί στοιχειά), οι κριτικοί του Cahiers du Cinema χρησιμοποιούν τη λέξη με τέτοια θέρμη που σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου η ταινία κυκλοφορεί στεγνά μ’ αυτόν τον τίτλο: Zombi. Μια απ’ τις χώρες αυτές είναι κι η Ιταλία, όπου ο Lucio Fulci παίρνει την πρωτοβουλία να γυρίσει μόνος του sequel, το μνημειώδες Zombi 2, που βοηθά την εγκαθίδρυση όχι μόνο του όρου, αλλά και της φιγούρας του σύγχρονου ζόμπι και στην Ευρώπη. Μαζί, ιδρύεται και ένα ολοκαίνουριο sub-genre, με τα ζόμπι σχεδόν να μονοπωλούν τον τρόμο της εποχής, τις σχετικές ταινίες να παράγονται κατά συρροήν, τις περιπέτειές τους να φλερτάρουν έντονα με το exploitation, αλλά φωτεινότερες των στιγμών τους να παραμένουν οι ταινίες του Romero. Ο οποίος καταφέρνει να συνδυάσει τον τρόμο και το σασπένς με άπλετες λαβές συσχετισμών με κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες, που χάρισαν και στις ταινίες του αρκετή απ’ την διαχρονικότητά τους.
Η ολοκλήρωση της νεκροζώντανης τριλογίας του Romero με τα Dawn of the Dead (1978) (το πιο πλούσιο σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα ανάγνωσης) και Day of the Dead (1985) σήμανε λίγο-πολύ και το τέλος της κινηματογραφικής δυναμικής των ζόμπι –ίσως όχι τυχαία, μόλις δυο χρόνια μετά που τα ζόμπι έμαθαν να συγχρονίζονται στους ρυθμούς του Michael Jackson για το Thriller του. Ήταν άλλωστε μια εποχή που η φιλμογραφία του φανταστικού στρεφόταν σε υπερηρωϊκότερες διαδρομές, με τα κόμικς να κάνουν τις πρώτες τους θεαματικές εισβολές στην οθόνη, μαγεύοντας τους θεατές. Όμως, αν το στοιχείο που έκανε τα ζόμπι πρωταγωνιστές για δυο δεκαετίες, ήταν η υβριδοποίηση της μυθολογίας τους με τα βαμπίρ του I Am Legend, αυτό που θα χρειαζόταν για να επανέλθουν στους προβολείς δυο δεκαετίες αργότερα, δεν θα ήταν παρά άλλο ένα εξελικτικό άλμα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και στις αρχές των ‘00s, με τους εξωγήινους υπερήρωες των μπλε κολάν να έχουν πια παραδώσει σκυτάλη στους άλλους υπερήρωες, με τα μουσκούλια του Schwarzenegger, την Beretta του James Bond, και τις εξυπνάδες του Bruce Willis, αν ήθελαν να συμβαδίσουν με την νέα εποχή, τα ζόμπι θα έπρεπε να αγριέψουν. Να γίνουν πιο γρήγορα, πιο πεινασμένα, πιο πονηρά και πιο τσατισμένα. Θα έπρεπε να γίνουν πιο φονικά, πιο θανατηφόρα, πιο τρομακτικά. Και λίγο ψυλλιασμένα. Κι εδώ μπαίνουν οι 28 Μέρες Μετά… (2002). Η ταινία του Danny Boyle, που προσέφερε στους νεκροζώντανους την τελική, ολική τους επαναφορά. Γυρισμένη με το μικροσκοπικό budget των $8 εκατομμυρίων, εμποτισμένη με άπλετο ρεαλισμό, και καδραρισμένη με την ένταση της ιστορίας της να ταρακουνάει την οθόνη για να ανεβάζει τους παλμούς σου στα κόκκινα, η ταινία του Boyle παρακολουθεί μια νέα ομάδα νέων επιζώντων μιας νέας αναπάντεχης επιδημίας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μανιασμένα, πεινασμένα, αλλά και διαολεμένα εφευρετικά φρικιά, τα οποία εκτός απ’ το να ξεκοκαλίζουν τα θύματά τους σε μόλις μερικά λεπτά, κάνουν και το εξής καταπληκτικό, για πρώτη, αλλά όχι τελευταία φορά: τα ζόμπι του Boyle, τρέχουν! Κι έτσι, το 28 Μέρες Μετά ανεβάζει τη μυθολογία των ζόμπι στο επόμενο επίπεδο τρόμου και ορμής, κι ακολούθως οι εισπράξεις της, που ξεπέρασαν το δεκαπλάσιο του προϋπολογισμού της, όχι απλώς ξαναφέρνουν τους νεκροζώντανους στην καρδιά του έξυπνου κι επιθετικού εμπορικού σινεμά, αλλά τους προσφέρουν τη μεγαλύτερη άνοιξη που είχαν γνωρίσει ποτέ, σε όλα τους τα ραντεβού με την ποπ κουλτούρα ώς τότε.
H ταινία του Boyle παρακολουθεί μια νέα ομάδα νέων επιζώντων μιας νέας αναπάντεχης επιδημίας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μανιασμένα, πεινασμένα, αλλά και διαολεμένα εφευρετικά φρικιά, τα οποία εκτός απ’ το να ξεκοκαλίζουν τα θύματά τους σε μόλις μερικά λεπτά, κάνουν και το εξής καταπληκτικό, για πρώτη, αλλά όχι τελευταία φορά: τα ζόμπι του Boyle, τρέχουν!
Μέσα σε μισή δεκαετία και κάτι, οι 28 Μέρες Μετά έγιναν 28 Βδομάδες Μετά (2007), το remake του Dawn of the Dead (2004) μας σύστησε το ταλέντο του Zack Snyder σ’ ένα ολόδικό του ορμητικό σινεμά, ο Romero επέκτεινε (με περιορισμένη επιτυχία) τη δική του συνεισφορά στο είδος με τρία νέα κεφάλαια στη μυθολογία του (Land of the Dead (2005), Diary of the Dead (2007), Survival of the Dead (2009)) το δίδυμο των Simon Pegg και Edgar Wright εισέβαλε στο mainstream με το μεγαλειώδες κωμικό ντεραπάρισμα του είδους στο Shaun of the Dead (2004) και τα ζόμπι έγιναν μέχρι και… οικιακοί βοηθοί, στην αιρετική κωμωδία Fido (2006) του Andrew Currie. Μέσα σ’ αυτήν την κοσμογονική δεκαετία, τα ζόμπι έκαναν το χρυσό πέρασμά τους και σε όλες τις άλλες εκφάνσεις της ποπ κουλτούρας, με τον Seth Grahame-Smith να γίνεται εκδοτικό φαινόμενο χάρη στο λογοτεχνικό mashup που ήταν το Pride and Prejudice and Zombies, την Capcom να επενδύει σε μαζικό επαναλανσάρισμα της σειράς video-games Resident Evil (ώστε να αποκτήσουν και μακρά κινηματογραφική καριέρα), ενώ ακόμη κι ο Stephen King φλερτάρει με τις αχόρταγες φιγούρες, στο περιορισμένης επιτυχίας Cell. Κι ήταν εν μέσω αυτής της ριζικής αναβίωσης των νεκροζώντανων, που θα γεννιόταν κι ένα άλλο εκδοτικό φαινόμενο, απ’ τα πενάκια ενός άοκνου θαυμαστή του πάπα Romero.
Το 2003, o Robert Kirkman εξαπολύει κάτι που θα ξεκινούσε ως ταπεινό homage, αλλά θα μετατρεπόταν σε έναν απ’ τους μακροβιότερους τίτλους κόμικς στην ιστορία των ζωγραφιστών σελίδων: Το The Walking Dead, υπό την μαρκίζα της Image Comics, θα έχτιζε τεύχος με το τεύχος τη δική της στιβαρή μυθολογία, καταγράφοντας το ταξίδι του Rick Grimes και της οικογένειάς του προς την επιβίωση, μέσα σ’ ένα μετα-Αποκαλυπτικό τοπίο γεμάτο ατέλειωτες ορδές από ζόμπι, αλλά κι αγριοποιημένους ανθρώπους που έχουν μετατρέψει την αποψιλωμένη Αμερική σε σαδιστικό τους φέουδο.
Επτά χρόνια θα περιπλανιόταν ο Rick στα καρέ του Kirkman, με τον τίτλο να μαζεύει στρατιές από φανατικούς ακολούθους, μέχρι το σύμπαν του The Walking Dead να κάνει το επόμενο λογικό του βήμα: το Μάρτη του 2010 η σειρά κέρδισε το βραβείο Eisner, το μεγαλύτερο βραβείο στο σύμπαν των κομιξάδων, και μερικούς μήνες αργότερα το FOX ανοίγει ένα νέο, μεγάλο κεφάλαιο στη μυθολογία των νεκροζώντανων. Ανήμερα του Halloween, 31 Οκτώβρη του 2010, οι νεκροί βγαίνουν για την πιο μεγαλειώδη βόλτα που έχουν κάνει ποτέ στη γη των ζωντανών, με την πρεμιέρα του The Walking Dead να σημειώνει κορυφαίες τηλεθεάσεις, και την σειρά να αποκτά τόσο ακλόνητη θέση στις προτιμήσεις των θεατών, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν αφήνει ρεκόρ μετρήσεων που να μην καταρρίψει, μέχρι που να μην μείνει κανένα άλλο εκτός απ’ τα δικά της. Κι ύστερα, τα σπάει κι αυτά. Και τώρα, με την έκτη του σαιζόν να είναι ήδη στα σκαριά, αν το The Walking Dead αποδεικνύει κάτι χρονιά με τη χρονιά, είναι πως αυτή τη φορά, οι νεκροί επέστρεψαν για να μείνουν για τα καλά.
Related Posts